Anonymous

ὑβριστικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1170.png Seite 1170]] zu übermüthiger, frecher Behandlung geneigt, gewaltthätig, übermüthig, frech, muthwillig; ὑβριστικὰ καὶ δεινὰ παθών, Dem. 45, 1; im superl., 17, 23; τὸ ὑβριστικόν, die Neigung zur [[ὕβρις]], im Ggstz von σωφρονητικόν, Xen. Mem. 3, 10, 5; – [[διήγησις]] ὑβριστική, Erzählung einer Mißhandlung, D. Hal. de vi Dem. 11. – Adv. ὑβριστικῶς, Xen. Cyr. 8, 1, 33; Plat. Charm. 175 d u. öfter; u. Folgde, wie Pol. 1, 70, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1170.png Seite 1170]] zu übermüthiger, frecher Behandlung geneigt, gewaltthätig, übermüthig, frech, muthwillig; ὑβριστικὰ καὶ δεινὰ παθών, Dem. 45, 1; im superl., 17, 23; τὸ ὑβριστικόν, die Neigung zur [[ὕβρις]], im Ggstz von σωφρονητικόν, Xen. Mem. 3, 10, 5; – [[διήγησις]] ὑβριστική, Erzählung einer Mißhandlung, D. Hal. de vi Dem. 11. – Adv. ὑβριστικῶς, Xen. Cyr. 8, 1, 33; Plat. Charm. 175 d u. öfter; u. Folgde, wie Pol. 1, 70, 5.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />porté à qqe excès :<br /><b>1</b> qui s'abandonne à des excès ; τὰ ὑβριστικά PLUT fête des divertissements, <i>à Argos</i>;<br /><b>2</b> insolent, arrogant <i>ou</i> violent, fougueux ; τὸ ὑβριστικόν XÉN le penchant à l'insolence <i>ou</i> à la violence;<br /><i>Sp.</i> ὑβριστικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑβρίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑβριστικός''': ή, ον, δεδομένος εἰς ὕβριν, [[θρασύς]], [[αὐθάδης]], [[βίαιος]], [[ἀλαζονικός]], [[ἀχαλίνωτος]], [[ἀκόλαστος]], ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Κρατύλ. 396Β, κλπ.· ἐπὶ λόγων, πράξεων κλπ., [[ἔπος]] ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 252Β· ὑβρ. καὶ [[βάρβαρος]] ἐπιστολὴ Αἰσχίν. 87 ἐν τέλ.· ὑβρ. [[διάθεσις]] Ἀριστ. Ρητ. 2. 8. 6· ὑβρ. ἀδικήματα, τὰ προερχόμενα ἐξ ἀκολάστου καὶ αὐθάδους ἀλαζονείας, [[αὐτόθι]] 2. 16. 4· ὑβριστικὰ καὶ μανικὰ λέγειν Πλάτ. Πολιτικ. 307Β· ὑβρ. καὶ δεινὰ παθεῖν Δημ. 1101. 13· ὃ καὶ ὑβριστικώτατον συμβέβηκε ὁ αὐτ. 218. 6· - τὸ ὑβριστικόν, [[διάθεσις]] ὑβριστική, ἀλαζονική, [[αὐθάδης]], Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 5· - τὰ ὑβριστικά, [[ἑορτή]] τις τῶν γυναικῶν ἐν Ἄργει, Πλούτ. 2. 245Ε. - Ἐπίρρ -κῶς, Πλάτ. Χαρμ. 175D, Ξεν. Κύρ. 8. 1. 33, κλπ.· ὑβριστικῶς διακεῖσθαι [[πρός]] τι Λυσίου Ἀποσπ. 31. 3· συγκρ. -ώτερον. Δημ. 610. 1. 2) μεταφορ., ἐπὶ [[ἀμπέλων]], ὀργῶσα πρὸς αὔξησιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 4. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς ὕβριν, [[διήγησις]] Διον. Ἁλ. π. Δημ. 11.
|lstext='''ὑβριστικός''': ή, ον, δεδομένος εἰς ὕβριν, [[θρασύς]], [[αὐθάδης]], [[βίαιος]], [[ἀλαζονικός]], [[ἀχαλίνωτος]], [[ἀκόλαστος]], ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Κρατύλ. 396Β, κλπ.· ἐπὶ λόγων, πράξεων κλπ., [[ἔπος]] ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 252Β· ὑβρ. καὶ [[βάρβαρος]] ἐπιστολὴ Αἰσχίν. 87 ἐν τέλ.· ὑβρ. [[διάθεσις]] Ἀριστ. Ρητ. 2. 8. 6· ὑβρ. ἀδικήματα, τὰ προερχόμενα ἐξ ἀκολάστου καὶ αὐθάδους ἀλαζονείας, [[αὐτόθι]] 2. 16. 4· ὑβριστικὰ καὶ μανικὰ λέγειν Πλάτ. Πολιτικ. 307Β· ὑβρ. καὶ δεινὰ παθεῖν Δημ. 1101. 13· ὃ καὶ ὑβριστικώτατον συμβέβηκε ὁ αὐτ. 218. 6· - τὸ ὑβριστικόν, [[διάθεσις]] ὑβριστική, ἀλαζονική, [[αὐθάδης]], Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 5· - τὰ ὑβριστικά, [[ἑορτή]] τις τῶν γυναικῶν ἐν Ἄργει, Πλούτ. 2. 245Ε. - Ἐπίρρ -κῶς, Πλάτ. Χαρμ. 175D, Ξεν. Κύρ. 8. 1. 33, κλπ.· ὑβριστικῶς διακεῖσθαι [[πρός]] τι Λυσίου Ἀποσπ. 31. 3· συγκρ. -ώτερον. Δημ. 610. 1. 2) μεταφορ., ἐπὶ [[ἀμπέλων]], ὀργῶσα πρὸς αὔξησιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 4. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς ὕβριν, [[διήγησις]] Διον. Ἁλ. π. Δημ. 11.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />porté à qqe excès :<br /><b>1</b> qui s'abandonne à des excès ; τὰ ὑβριστικά PLUT fête des divertissements, <i>à Argos</i>;<br /><b>2</b> insolent, arrogant <i>ou</i> violent, fougueux ; τὸ ὑβριστικόν XÉN le penchant à l'insolence <i>ou</i> à la violence;<br /><i>Sp.</i> ὑβριστικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑβρίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml