Anonymous

ὁμολογουμένως: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0338.png Seite 338]] zugestandenermaßen, offenbar; τῶν [[ἐκεῖ]] ὁμολ. βαρβάρων μαχιμώτατοι, Thuc. 6, 90; oft bei Plat., wie Conv. 186 b Theaet. 157 b; Folgde, wie Pol. 3, 47, 7 u. öfter; auch τινί, übereinstimmend mit Etwas, Xen. Apol. 27; τῇ φύσει ὁμ. ζῆν sagten die Stoiker, D. L. 7, 87.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0338.png Seite 338]] zugestandenermaßen, offenbar; τῶν [[ἐκεῖ]] ὁμολ. βαρβάρων μαχιμώτατοι, Thuc. 6, 90; oft bei Plat., wie Conv. 186 b Theaet. 157 b; Folgde, wie Pol. 3, 47, 7 u. öfter; auch τινί, übereinstimmend mit Etwas, Xen. Apol. 27; τῇ φύσει ὁμ. ζῆν sagten die Stoiker, D. L. 7, 87.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> d’un accord unanime, de l'aveu de tous;<br /><b>2</b> d’une manière conforme <i>ou</i> analogue à, d’accord avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' ὁμολογουμένος, part. pf. Pass. de [[ὁμολογέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμολογουμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. ἐνεστ. τοῦ [[ὁμολογέω]], κατὰ τὴν συμφωνίαν, [[συμφώνως]] [[πρός]]..., τοῖς εἰρημένοις Ξεν. Ἀπολ. 27· τῇ μαντείᾳ Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 1, 7, κτλ.· ἀπολ., Ξεν. Οἰκ. 1. 11· ― ἐν τῇ Στωϊκῇ φράσει, τῇ φύσει ὁμ. ζῆν, τὸ τοῦ Κικέρωνος, naturae convenienter vivere, Διογ. Λ. 7. 87. 2) κατὰ κοινὴν ὁμολογίαν, ὡς πάντες ὁμολογοῦσι, ὁμ. μαχιμωτάτους Θουκ. 6. 90, πρβλ. Ἀνδοκ. 18. 23, Πλάτ. Συμπ. 186Β· ὁμ. ἀγαθοί, ὁμ. ἄριστοι ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 186Β, Μενεξ. 243C· ἡ ὁμ. ἰατρικὴ Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρικ. 10.
|lstext='''ὁμολογουμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. ἐνεστ. τοῦ [[ὁμολογέω]], κατὰ τὴν συμφωνίαν, [[συμφώνως]] [[πρός]]..., τοῖς εἰρημένοις Ξεν. Ἀπολ. 27· τῇ μαντείᾳ Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 1, 7, κτλ.· ἀπολ., Ξεν. Οἰκ. 1. 11· ― ἐν τῇ Στωϊκῇ φράσει, τῇ φύσει ὁμ. ζῆν, τὸ τοῦ Κικέρωνος, naturae convenienter vivere, Διογ. Λ. 7. 87. 2) κατὰ κοινὴν ὁμολογίαν, ὡς πάντες ὁμολογοῦσι, ὁμ. μαχιμωτάτους Θουκ. 6. 90, πρβλ. Ἀνδοκ. 18. 23, Πλάτ. Συμπ. 186Β· ὁμ. ἀγαθοί, ὁμ. ἄριστοι ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 186Β, Μενεξ. 243C· ἡ ὁμ. ἰατρικὴ Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρικ. 10.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> d’un accord unanime, de l'aveu de tous;<br /><b>2</b> d’une manière conforme <i>ou</i> analogue à, d’accord avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' ὁμολογουμένος, part. pf. Pass. de [[ὁμολογέω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR