3,253,652
edits
m (Text replacement - "vv. ll." to "vv.ll.") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0401.png Seite 401]] ἡ, u. [[ὤσχη]], 1) ein junger Zweig, Schößling, Nic. Al. 108, πτελίης, vom Schol. als uneigentlicher Gebrauch bezeichnet, da es bes. [[κλῆμα]] [[βότρυς]] ἐξηρτημένους ἔχον, VLL., eine Weinranke mit Trauben bezeichnet, wie [[ὄσχος]], w. m. s. – 2) bei Hippocr. auch der Hodensack, wofür auch ὄσχεος u. [[ὀσχέα]], Arist. gener. anim. 1, 12, gefunden wird. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0401.png Seite 401]] ἡ, u. [[ὤσχη]], 1) ein junger Zweig, Schößling, Nic. Al. 108, πτελίης, vom Schol. als uneigentlicher Gebrauch bezeichnet, da es bes. [[κλῆμα]] [[βότρυς]] ἐξηρτημένους ἔχον, VLL., eine Weinranke mit Trauben bezeichnet, wie [[ὄσχος]], w. m. s. – 2) bei Hippocr. auch der Hodensack, wofür auch ὄσχεος u. [[ὀσχέα]], Arist. gener. anim. 1, 12, gefunden wird. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />branche de vigne avec ses grappes.<br />'''Étymologie:''' DELG ὁ-, [[σχεῖν]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄσχη''': ἡ, ὁ τοὺς ὄρχεις περιέχων [[θύλακος]], Λατ. scrotum, Ἱππ. 483. 15., 486. 13, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1. 12., 9. 50, 6, π. Ζ. Γεν. 1. 12, 2, Προβλ. 27. 11, εὑρίσκομεν τὸν τύπον [[ὀσχέα]]· ἐὰν τὸ [[ὄσχη]] προέκυψε κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ [[ὀσχέα]], [[δέον]] νὰ γράφηται ὀσχῆ: -[[ἕτερος]] [[τύπος]] ὄσχεος, ὁ, εὕρηται παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 4 (ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. [[ὀσχέα]]), φέρεται δὲ καὶ ὀσχεὸς παρὰ Πολυδ. Β΄, 172, καὶ Ἡσύχ.· - [[ὡσαύτως]] ὄσχεον, τό, Πολυδ. Δ΄, 203, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[ὄσχος]], Νικ. Ἀλεξιφ. 108, Ἀθήν. 495F. | |lstext='''ὄσχη''': ἡ, ὁ τοὺς ὄρχεις περιέχων [[θύλακος]], Λατ. scrotum, Ἱππ. 483. 15., 486. 13, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1. 12., 9. 50, 6, π. Ζ. Γεν. 1. 12, 2, Προβλ. 27. 11, εὑρίσκομεν τὸν τύπον [[ὀσχέα]]· ἐὰν τὸ [[ὄσχη]] προέκυψε κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ [[ὀσχέα]], [[δέον]] νὰ γράφηται ὀσχῆ: -[[ἕτερος]] [[τύπος]] ὄσχεος, ὁ, εὕρηται παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 4 (ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. [[ὀσχέα]]), φέρεται δὲ καὶ ὀσχεὸς παρὰ Πολυδ. Β΄, 172, καὶ Ἡσύχ.· - [[ὡσαύτως]] ὄσχεον, τό, Πολυδ. Δ΄, 203, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[ὄσχος]], Νικ. Ἀλεξιφ. 108, Ἀθήν. 495F. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |