Anonymous

ὁμόπτερος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0339.png Seite 339]] gleichgefiedert, gleichgeflügelt, κίρκοι, verwandt, Aesch. Suppl. 221; Plat. Phaedr. 256 e; Strattis bei Poll. 6, 156, = ὁμήλικες. Bei Ar. Av. 229 kom. οἱ ἐμοὶ ὁμόπτεροι, meine Mitvögel. – Übertr. von Schiffen, mit gleichen Segeln, Aesch. Pers. 551; übertr. auch ἀπήνας ὁμοπτέρο υ Eur. Phoen. 331; übh. ähnlich, Aesch. Ch. 172; βόστρυχοι, Eur. El. 530.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0339.png Seite 339]] gleichgefiedert, gleichgeflügelt, κίρκοι, verwandt, Aesch. Suppl. 221; Plat. Phaedr. 256 e; Strattis bei Poll. 6, 156, = ὁμήλικες. Bei Ar. Av. 229 kom. οἱ ἐμοὶ ὁμόπτεροι, meine Mitvögel. – Übertr. von Schiffen, mit gleichen Segeln, Aesch. Pers. 551; übertr. auch ἀπήνας ὁμοπτέρο υ Eur. Phoen. 331; übh. ähnlich, Aesch. Ch. 172; βόστρυχοι, Eur. El. 530.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> également ailé;<br /><b>2</b> qui a les ailes semblables ; <i>fig. en parl. de navires</i> qui vole <i>ou</i> vogue ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[πτερόν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόπτερος''': -ον, ὁ παρομοίως ἐπτερωμένος, ὁ ἔχων ὅμοια πτερά, κέρκων τῶν ὁμοπτέρων Αἰσχύλ. Ἱκ. 224, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 256Ε· ὁμόπτεροι ἐμοί, πτηνὰ ἔχοντα πτερὰ ὅμοια πρὸς τὰ ἐμά, σύντροφα ἐμοὶ πτηνά, Ἀριστοφ. Ὄρν. 229· καὶ ἀκολούθως, [[ὁμῆλιξ]], Στράττις ἐν Ἀδήλ. 17. 2) μεταφορ., ὁ [[σφόδρα]] [[ὅμοιος]], βόστρυχος ὁμ. Αἰσχύλ. Χο. 174, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 530 νᾶες ὁμ., αἱ ἔχουσαι ὁμοίας κώπας ἢ ἱστία (ἤ, κατ’ ἄλλους, ἐξ ἴσου ταχεῖαι), Αἰσχύλ. Πέρσ. 559, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Paley· [[ἀπήνη]] ἐμ., δηλ. οἱ δύο ἀδελφοὶ Ἐτεοκλῆς καὶ Πολυνείκης, Εὐρ. Φοίν. 329. - Περὶ τῆς λέξεως ταύτης ὁ Πολυδ. Ϛ΄, 156 λέγει: «ὁμοπτέρους δὲ τοὺς ὁμοτρίχους εἰπόντος Εὐριπίδου, Στράττις τοὺς ὁμήλικας εἴρηκεν ὁμοπτέρους», κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «ὁμόπτεροι· ὅμοιοι. ὁμότριχοι. ὁμόχρονοι, ἀδελφοὶ ἥλικες, [[ὁμοῦ]] ηὐξημένοι».
|lstext='''ὁμόπτερος''': -ον, ὁ παρομοίως ἐπτερωμένος, ὁ ἔχων ὅμοια πτερά, κέρκων τῶν ὁμοπτέρων Αἰσχύλ. Ἱκ. 224, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 256Ε· ὁμόπτεροι ἐμοί, πτηνὰ ἔχοντα πτερὰ ὅμοια πρὸς τὰ ἐμά, σύντροφα ἐμοὶ πτηνά, Ἀριστοφ. Ὄρν. 229· καὶ ἀκολούθως, [[ὁμῆλιξ]], Στράττις ἐν Ἀδήλ. 17. 2) μεταφορ., ὁ [[σφόδρα]] [[ὅμοιος]], βόστρυχος ὁμ. Αἰσχύλ. Χο. 174, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 530 νᾶες ὁμ., αἱ ἔχουσαι ὁμοίας κώπας ἢ ἱστία (ἤ, κατ’ ἄλλους, ἐξ ἴσου ταχεῖαι), Αἰσχύλ. Πέρσ. 559, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Paley· [[ἀπήνη]] ἐμ., δηλ. οἱ δύο ἀδελφοὶ Ἐτεοκλῆς καὶ Πολυνείκης, Εὐρ. Φοίν. 329. - Περὶ τῆς λέξεως ταύτης ὁ Πολυδ. Ϛ΄, 156 λέγει: «ὁμοπτέρους δὲ τοὺς ὁμοτρίχους εἰπόντος Εὐριπίδου, Στράττις τοὺς ὁμήλικας εἴρηκεν ὁμοπτέρους», κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «ὁμόπτεροι· ὅμοιοι. ὁμότριχοι. ὁμόχρονοι, ἀδελφοὶ ἥλικες, [[ὁμοῦ]] ηὐξημένοι».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> également ailé;<br /><b>2</b> qui a les ailes semblables ; <i>fig. en parl. de navires</i> qui vole <i>ou</i> vogue ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[πτερόν]].
}}
}}
{{grml
{{grml