Anonymous

ὑπήνη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1205.png Seite 1205]] ἡ, der Theil des Gesichts unter der Nase, die Oberlippe, Aesch. frg. 25; od. nach Andern der ganze Raum zur Seite der Nase, wo der Schnurrbart u. der Backenbart wächst, dah. Bart, bes. Schnurrbart; ὑπήνας ἕλκειν, die Bärte lang wachsen lassen, Ar. Lys. 1072; [[ἄκουρος]] Vesp. 477; τὰς ὑπήνας ἀνειμένας ἐᾶν D. Sic. 5, 28; a. Sp. – Man leitet es von ἥνη, [[ἡνίον]] ab, der unter dem Zaume befindliche Theil.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1205.png Seite 1205]] ἡ, der Theil des Gesichts unter der Nase, die Oberlippe, Aesch. frg. 25; od. nach Andern der ganze Raum zur Seite der Nase, wo der Schnurrbart u. der Backenbart wächst, dah. Bart, bes. Schnurrbart; ὑπήνας ἕλκειν, die Bärte lang wachsen lassen, Ar. Lys. 1072; [[ἄκουρος]] Vesp. 477; τὰς ὑπήνας ἀνειμένας ἐᾶν D. Sic. 5, 28; a. Sp. – Man leitet es von ἥνη, [[ἡνίον]] ab, der unter dem Zaume befindliche Theil.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />barbe de la lèvre supérieure, moustache, <i>p. ext.</i> barbe.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], *ἥνη, primitif de [[ἡνίον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπήνη''': ἡ, [[κυρίως]] ἡ τοῦ ἄνω χείλους [[τρίχωσις]], αἱ [[ὑπὲρ]] τὸ ἄνω [[χεῖλος]] τρίχες αἵτινες πρῶται φύονται (πρβλ. [[ὑπηνήτης]]), ὁ [[μύσταξ]] κατὰ διαστολὴν ἀπὸ τοῦ πώγωνος, Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι» 7, ἴδε Φώτ., Σουΐδ.· ἢ [[καθόλου]], ὁ [[πώγων]], ἡ [[γενειάς]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 30· τὴν ὑπ. ἄκουρον τρέφειν Ἀριστοφ. Σφ. 476· μολύνειν τὴν ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1286· ὑπήνας ἕλκειν, ἀφίνειν τὴν γενειάδα νὰ αὐξηθῇ, τρέφειν μακρὰν γενειάδα, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 1072· [[ἄναξ]] ὑπήνης, ἐπὶ τοῦ ἔχοντος μέγαν πώγωνα, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Πρέσβεσι» 4. 2) ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 13, φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ ἄνω [[χεῖλος]], καὶ τὴν ὑπ. καὶ τὸ [[γένειον]] δασὺ ἔχειν. (Ἴσως ἐκ τῆς προθέσεως ὑπὸ καὶ ῥίζης τινὸς ἀνευρισκομένης ἐν τῷ Σανσκρ. ana (τὸ [[μέρος]] τὸ ὑπὸ τὴν [[ῥῖνα]]).).
|lstext='''ὑπήνη''': ἡ, [[κυρίως]] ἡ τοῦ ἄνω χείλους [[τρίχωσις]], αἱ [[ὑπὲρ]] τὸ ἄνω [[χεῖλος]] τρίχες αἵτινες πρῶται φύονται (πρβλ. [[ὑπηνήτης]]), ὁ [[μύσταξ]] κατὰ διαστολὴν ἀπὸ τοῦ πώγωνος, Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι» 7, ἴδε Φώτ., Σουΐδ.· ἢ [[καθόλου]], ὁ [[πώγων]], ἡ [[γενειάς]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 30· τὴν ὑπ. ἄκουρον τρέφειν Ἀριστοφ. Σφ. 476· μολύνειν τὴν ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1286· ὑπήνας ἕλκειν, ἀφίνειν τὴν γενειάδα νὰ αὐξηθῇ, τρέφειν μακρὰν γενειάδα, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 1072· [[ἄναξ]] ὑπήνης, ἐπὶ τοῦ ἔχοντος μέγαν πώγωνα, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Πρέσβεσι» 4. 2) ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 13, φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ ἄνω [[χεῖλος]], καὶ τὴν ὑπ. καὶ τὸ [[γένειον]] δασὺ ἔχειν. (Ἴσως ἐκ τῆς προθέσεως ὑπὸ καὶ ῥίζης τινὸς ἀνευρισκομένης ἐν τῷ Σανσκρ. ana (τὸ [[μέρος]] τὸ ὑπὸ τὴν [[ῥῖνα]]).).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />barbe de la lèvre supérieure, moustache, <i>p. ext.</i> barbe.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], *ἥνη, primitif de [[ἡνίον]].
}}
}}
{{grml
{{grml