Anonymous

ὑπεκτρέπω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1186.png Seite 1186]] (s. [[τρέπω]]), allmälig u. heimlich abwenden, τινός, von Etwas, τῶν δ' ὑπεκτρέπει πόδα Soph. Tr. 546. – Med. sich aus dem Wege abwenden, aus dem Wege gehen, vermeiden; ὥςτε ξένον γ' ἂν οὐδὲν ὄνθ' ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσώζειν Soph. O. C. 572; ταύτην [[ἅπας]] φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται Plat. Phaed. 108 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1186.png Seite 1186]] (s. [[τρέπω]]), allmälig u. heimlich abwenden, τινός, von Etwas, τῶν δ' ὑπεκτρέπει πόδα Soph. Tr. 546. – Med. sich aus dem Wege abwenden, aus dem Wege gehen, vermeiden; ὥςτε ξένον γ' ἂν οὐδὲν ὄνθ' ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσώζειν Soph. O. C. 572; ταύτην [[ἅπας]] φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται Plat. Phaed. 108 b.
}}
{{bailly
|btext=détourner doucement : πόδα τινός SOPH le pied de qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑπεκτρέπομαι (<i>inf. ao.2</i> ὑπεκτραπέσθαι) se détourner de, éviter, <i>acc. ou</i> inf..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκτρέπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεκτρέπω''': [[ἐκτρέπω]] κατ’ ὀλίγον ἢ κρυφίως ἔκ τινος πράγματος, τῶν δ’ ὑπεκτρέπει [[πόδα]] Σοφ. Τρ. 549. ― Μέσ., ταύτην μὲν [[ἅπας]] φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται, καὶ στρέφει τὰ νῶτα πρὸς αὐτήν, ἀποσύρεται τῆς ὁδοῦ [[ὅπως]] μὴ συναντήσῃ αὐτήν, Πλάτ. Φαίδων 108Β· μετ’ ἀπαρ., [[ὥστε]] ξένον γ’ ἂν οὐδέν’... ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσώζειν Σοφ. Ο. Κ. 566.
|lstext='''ὑπεκτρέπω''': [[ἐκτρέπω]] κατ’ ὀλίγον ἢ κρυφίως ἔκ τινος πράγματος, τῶν δ’ ὑπεκτρέπει [[πόδα]] Σοφ. Τρ. 549. ― Μέσ., ταύτην μὲν [[ἅπας]] φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται, καὶ στρέφει τὰ νῶτα πρὸς αὐτήν, ἀποσύρεται τῆς ὁδοῦ [[ὅπως]] μὴ συναντήσῃ αὐτήν, Πλάτ. Φαίδων 108Β· μετ’ ἀπαρ., [[ὥστε]] ξένον γ’ ἂν οὐδέν’... ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσώζειν Σοφ. Ο. Κ. 566.
}}
{{bailly
|btext=détourner doucement : πόδα τινός SOPH le pied de qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑπεκτρέπομαι (<i>inf. ao.2</i> ὑπεκτραπέσθαι) se détourner de, éviter, <i>acc. ou</i> inf..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκτρέπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml