Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπεξέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1188.png Seite 1188]] (s. [[ἔρχομαι]]), darunter herausgehen, heimlich weggehen, ὑπεξῆλθ' Ἀντιγόνη στρατοῦ [[δίχα]] Eur. Phoen. 1474; – übh. wegziehen, von auswandernden Völkern, Her. 1, 73; Μέγαράδε Andoc. 1, 15; – τινά, von Jemandem, Thuc. 3, 34 u. öfter; – entwischen, [[εἴπερ]] ἀεὶ λέγοντος ὑπεξέρχεται, Plat. Theaet. 182 d, u. öfter; Dem.; Sp., wie Luc. Tox. 17.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1188.png Seite 1188]] (s. [[ἔρχομαι]]), darunter herausgehen, heimlich weggehen, ὑπεξῆλθ' Ἀντιγόνη στρατοῦ [[δίχα]] Eur. Phoen. 1474; – übh. wegziehen, von auswandernden Völkern, Her. 1, 73; Μέγαράδε Andoc. 1, 15; – τινά, von Jemandem, Thuc. 3, 34 u. öfter; – entwischen, [[εἴπερ]] ἀεὶ λέγοντος ὑπεξέρχεται, Plat. Theaet. 182 d, u. öfter; Dem.; Sp., wie Luc. Tox. 17.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se retirer secrètement : τινα se soustraire à qqn;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> émigrer;<br /><b>3</b> sortir pour rencontrer.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐξέρχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεξέρχομαι''': ἀποθ. μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., [[ἐξέρχομαι]] κάτωθέν τινος· [[ἐξέρχομαι]] κρυφίως, ἀποσύρομαι [[ἀπομακρύνομαι]], Θουκ. 4. 74., 8. 70· Μέγαράδε, Ἀθήναζε Ἀνδοκ. 3. 10, Δημ. 1380. 15· πόλεως Πλουτ. Ποπλικ. 7 ὑπ. τοῦ λέγοντος Πλάτ. Θεαίτ. 182D· -σπανίως μετ’ αἰτιατ. προσ., ἀποσύρομαι ἔκ τινος, [[ἐκφεύγω]], Θουκ. 3 34· πρβλ. [[ὑπεξίστημι]] ΙΙ. 2· - [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., [[μένω]] [[μακράν]] τινος, [[ἀποφεύγω]] τι, Πλάτ. Νόμ. 865Ε. 2) ἐγείρομαι καὶ [[ἐγκαταλείπω]] τὴν [[κατοικία]] μου, μετοικίζομαι, Ἡρόδ. 1. 73., 8. 36. ΙΙ. [[ἐξέρχομαι]] εἰς συνάντησιν, ὁ αὐτ. 1. 176 (Βεκκῆρ. ἐπεξ-).
|lstext='''ὑπεξέρχομαι''': ἀποθ. μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., [[ἐξέρχομαι]] κάτωθέν τινος· [[ἐξέρχομαι]] κρυφίως, ἀποσύρομαι [[ἀπομακρύνομαι]], Θουκ. 4. 74., 8. 70· Μέγαράδε, Ἀθήναζε Ἀνδοκ. 3. 10, Δημ. 1380. 15· πόλεως Πλουτ. Ποπλικ. 7 ὑπ. τοῦ λέγοντος Πλάτ. Θεαίτ. 182D· -σπανίως μετ’ αἰτιατ. προσ., ἀποσύρομαι ἔκ τινος, [[ἐκφεύγω]], Θουκ. 3 34· πρβλ. [[ὑπεξίστημι]] ΙΙ. 2· - [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., [[μένω]] [[μακράν]] τινος, [[ἀποφεύγω]] τι, Πλάτ. Νόμ. 865Ε. 2) ἐγείρομαι καὶ [[ἐγκαταλείπω]] τὴν [[κατοικία]] μου, μετοικίζομαι, Ἡρόδ. 1. 73., 8. 36. ΙΙ. [[ἐξέρχομαι]] εἰς συνάντησιν, ὁ αὐτ. 1. 176 (Βεκκῆρ. ἐπεξ-).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se retirer secrètement : τινα se soustraire à qqn;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> émigrer;<br /><b>3</b> sortir pour rencontrer.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐξέρχομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml