Anonymous

ὑπήνεμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1205.png Seite 1205]] unter dem Winde, d. i. im Schutz vor dem Winde, Soph. Ant. 407; dem Winde nicht ausgesetzt, Ggstz [[προσήνεμος]], Xen. Oec. 18, 7; vgl. Arist. H. A. 6, 1. – Auch = windschnell, [[αὔρα]] Eur. Cycl. 44; – δόξαι, nichtig, Alciphr. 2, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1205.png Seite 1205]] unter dem Winde, d. i. im Schutz vor dem Winde, Soph. Ant. 407; dem Winde nicht ausgesetzt, Ggstz [[προσήνεμος]], Xen. Oec. 18, 7; vgl. Arist. H. A. 6, 1. – Auch = windschnell, [[αὔρα]] Eur. Cycl. 44; – δόξαι, nichtig, Alciphr. 2, 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est à l'abri du vent : [[ἐκ]] [[τοῦ]] ὑπηνέμου XÉN du côté abrité du vent.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἄνεμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπήνεμος''': -ον, ([[ἄνεμος]]) ὁ μὴ προσβαλλόμενος ὑπὸ ἀνέμου, ἀντίθετ. τῷ [[προσήνεμος]], Σοφ. Ἀντ. 511· [[ἀκτὴ]] Θεόκρ. 22. 32· λιμὴν Πολυδ. Α΄, 100· [[τόπος]] Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 6, 9· ἢν δέ τις, ἔφη, λικμᾷ ἐκ τοῦ ὑπηνέμου ἀρχόμενος; δῆλον, ἔφην ἐγώ, ὅτι εὐθὺς ἐν τῇ ἀχυροδόκῃ ἔσται τὰ ἄχυρα, θὰ πέσωσιν εἰς τὸν ἀχυρῶνα, Ξεν. Οἰκ. 18, 7· ὑπηνέμους ποιεῖν τὰς νεοττεύσεις, ποιεῖν τὰς φωλεὰς ἐν πεφυλαγμένοις ἀπὸ τοῦ ἀνέμου τόποις, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 6. 1, 6 ἐν ὑπηνέμοις (ἐξυπακ. τόποις) [[αὐτόθι]] 14, 11· - μεταφ., [[ἤπιος]], [[ἥσυχος]], [[ἐλαφρός]], [[αὔρα]] Εὐρ. Κύκλ. 44. ΙΙ. ταχὺς ὡς ὁ [[ἄνεμος]], Ἀνθ. Πλαν. 54. ΙΙΙ. = [[ὑπηνέμιος]] ΙΙ. 2, δόξαι, ἐπιθυμίαι Ἀλκίφρων 2. 2, 7. πρβλ. Δίωνα Χρυσόστ. 1. 499.
|lstext='''ὑπήνεμος''': -ον, ([[ἄνεμος]]) ὁ μὴ προσβαλλόμενος ὑπὸ ἀνέμου, ἀντίθετ. τῷ [[προσήνεμος]], Σοφ. Ἀντ. 511· [[ἀκτὴ]] Θεόκρ. 22. 32· λιμὴν Πολυδ. Α΄, 100· [[τόπος]] Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 6, 9· ἢν δέ τις, ἔφη, λικμᾷ ἐκ τοῦ ὑπηνέμου ἀρχόμενος; δῆλον, ἔφην ἐγώ, ὅτι εὐθὺς ἐν τῇ ἀχυροδόκῃ ἔσται τὰ ἄχυρα, θὰ πέσωσιν εἰς τὸν ἀχυρῶνα, Ξεν. Οἰκ. 18, 7· ὑπηνέμους ποιεῖν τὰς νεοττεύσεις, ποιεῖν τὰς φωλεὰς ἐν πεφυλαγμένοις ἀπὸ τοῦ ἀνέμου τόποις, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 6. 1, 6 ἐν ὑπηνέμοις (ἐξυπακ. τόποις) [[αὐτόθι]] 14, 11· - μεταφ., [[ἤπιος]], [[ἥσυχος]], [[ἐλαφρός]], [[αὔρα]] Εὐρ. Κύκλ. 44. ΙΙ. ταχὺς ὡς ὁ [[ἄνεμος]], Ἀνθ. Πλαν. 54. ΙΙΙ. = [[ὑπηνέμιος]] ΙΙ. 2, δόξαι, ἐπιθυμίαι Ἀλκίφρων 2. 2, 7. πρβλ. Δίωνα Χρυσόστ. 1. 499.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est à l'abri du vent : [[ἐκ]] [[τοῦ]] ὑπηνέμου XÉN du côté abrité du vent.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἄνεμος]].
}}
}}
{{grml
{{grml