Anonymous

ὁρμίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0382.png Seite 382]] ([[ὅρμος]], vgl. [[ὁρμέω]]), auf einen sichern Ankerplatz, in die Bucht bringen, vor Anker legen, einlootsen, ναῦν, Od. 3, 11. 12, 317; Her. 6, 107; ὕψι δ' ἐπ' [[εὐνάων]] ὁρμίσσομεν, [[ὑψοῦ]] ἐν νοτίῳ τήν γ' ὥρμισαν, ein Schiff auf hoher See vor Anker legen, Il. 14, 77 Od. 4, 785. 8, 55; pass. vor Anker gehen, liegen, ὡρμίσθη εἰς Φοινικοῦντα, Xen. Hell. 4, 8, 7; πρὸς τὴν γῆν, 1, 4, 18; Soph. τύχῃ πρὸς ταὐτὸν ὁρμισθεὶς [[πέδον]], an dasselbe Land gelandet, Phil. 572; Eur. δεσμοῖς [[ναῦς]] [[ὅπως]] ὡρμισμένος, Herc. Fur. 1094; [[ναῦς]] Ὀρέστου [[κρύφιος]] ἦν ὡρμισμένη, I. T. 1328; [[ναῦς]] ὡρμισμένη auch Ar. Thesm. 1106; ὡς οἴκαδ' ὁρμίσῃ πλάτην Eur. Troad. 1155; übertr. auf Landmärsche, στρατὸν ὁρμίσας εἰς γῆν, Or. 352; – καταγομένας τὰς [[νέας]] ὥρμιζε, Her. 6, 107; med., οἱ [[αὐτοῦ]] ὁρμισάμενοι, die sich dort vor Anker gelegt hatten, 9, 96; vgl. Thuc. 2, 86; Xen. An. 6, 2, 1. Xen. sagt auch von Schläuchen, die statt einer Brücke dienen sollen und mit angebundenen Steinen fest gelegt werden, ὁρμίσας ἕκαστον ἀσκὸν λίθους ἀρτήσας καὶ ἀφεὶς ὥςπερ ἀγκύρας εἰς τὸ [[ὕδωρ]], An. 3, 5, 10. Sp., wie Pol. 5, 17, 9, oft; auch übertr., in Sicherheit u. Ruhe bringen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0382.png Seite 382]] ([[ὅρμος]], vgl. [[ὁρμέω]]), auf einen sichern Ankerplatz, in die Bucht bringen, vor Anker legen, einlootsen, ναῦν, Od. 3, 11. 12, 317; Her. 6, 107; ὕψι δ' ἐπ' [[εὐνάων]] ὁρμίσσομεν, [[ὑψοῦ]] ἐν νοτίῳ τήν γ' ὥρμισαν, ein Schiff auf hoher See vor Anker legen, Il. 14, 77 Od. 4, 785. 8, 55; pass. vor Anker gehen, liegen, ὡρμίσθη εἰς Φοινικοῦντα, Xen. Hell. 4, 8, 7; πρὸς τὴν γῆν, 1, 4, 18; Soph. τύχῃ πρὸς ταὐτὸν ὁρμισθεὶς [[πέδον]], an dasselbe Land gelandet, Phil. 572; Eur. δεσμοῖς [[ναῦς]] [[ὅπως]] ὡρμισμένος, Herc. Fur. 1094; [[ναῦς]] Ὀρέστου [[κρύφιος]] ἦν ὡρμισμένη, I. T. 1328; [[ναῦς]] ὡρμισμένη auch Ar. Thesm. 1106; ὡς οἴκαδ' ὁρμίσῃ πλάτην Eur. Troad. 1155; übertr. auf Landmärsche, στρατὸν ὁρμίσας εἰς γῆν, Or. 352; – καταγομένας τὰς [[νέας]] ὥρμιζε, Her. 6, 107; med., οἱ [[αὐτοῦ]] ὁρμισάμενοι, die sich dort vor Anker gelegt hatten, 9, 96; vgl. Thuc. 2, 86; Xen. An. 6, 2, 1. Xen. sagt auch von Schläuchen, die statt einer Brücke dienen sollen und mit angebundenen Steinen fest gelegt werden, ὁρμίσας ἕκαστον ἀσκὸν λίθους ἀρτήσας καὶ ἀφεὶς ὥςπερ ἀγκύρας εἰς τὸ [[ὕδωρ]], An. 3, 5, 10. Sp., wie Pol. 5, 17, 9, oft; auch übertr., in Sicherheit u. Ruhe bringen.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> οῥμίσω, <i>ao.</i> [[ὥρμισα]], <i>pf. inus.</i><br />mettre au mouillage dans un port <i>ou</i> dans une baie ; mettre en sûreté à l'ancre : [[νῆα]] THC un navire ; ὁρμ. [[ὕψι]] IL <i>ou</i> [[ὑψοῦ]] [[ἐν]] νοτίῳ OD arrêter un navire en pleine mer (pour qu’il ne flotte pas à la dérive) ; ὁρμ. ἐπ’ ἀγκυρῶν THC mettre (des trirèmes) à l'ancre dans un port ; <i>p. anal.</i> : ὁρμ. ἀσκούς XÉN fixer des outres (comme des navires à l'ancre) ; <i>Pass.</i> être à l'ancre ; <i>avec idée de mouv.</i> pousser <i>ou</i> diriger un navire vers un lieu où l'on jette l'ancre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὁρμίζομαι se mettre au mouillage ; jeter l'ancre.<br />'''Étymologie:''' [[ὅρμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁρμίζω''': μέλλ. –ίσω, Ἐπικ. –ίσσω Ἰλ. Ξ. 77: ἀόρ. ὥρμισα Ὀδ. Δ. 785, Ἀττ., Μέσ. καὶ Παθ., μέλλ. –ιοῦμαι Θουκ. 6. 42: ἀόριστ. ὡρμισάμην Ἡρόδ., Ἀττ., ἧττον συχνὸν ὡρμίσθην (ἴδε κατωτ.): πρκμ. ὥρμισμαι Εὐρ. Ι. Τ. 1358: πρβλ. ἐφ-, καθ-, προσορμίζω: ([[ὅρμος]] ΙΙ). Φέρω εἰς ἀσφαλὲς [[μέρος]] πρὸς ἀγκυροβόλησιν, [[φέρω]] εἰς λιμένα, [[προσορμίζω]], ναῦν Ὀδ. Γ. 11, Μ. 317, Ἡρόδ. 6. 107· ἐπ’ ἀγκυρῶν [τριήρεις] Θουκ. 7. 59· [[ὑψοῦ]] δ’ ἐν νοτίῳ τήνγ’ ὥρμισαν, ἠγκυροβόλησαν εἰς τὰ «ἀνοικτά», Ὀδ. Δ. 785, Θ. 55 (ἐπὶ Ὁμήρου ὡς ἄγκυραι ἐχρησίμευον [[ἁπλῶς]] μεγάλοι λίθοι, ἴδε εὐνὴ ΙΙ): ὁρμίσας ἕκαστον ἀσκόν, λίθους ἀρτήσας καὶ ἀφεὶς [[ὥσπερ]] ἀγκύρας, στερεώσας ἕκαστον ἀσκὸν διὰ τῆς ἐξαρτήσεως καὶ καταβυθίσεως λίθων δίκην ἀγκυρῶν, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 10· οὕτω, [[προσορμίζω]], νῆα ὡρμίσαμεν, «ἐνεωλκήσαμεν» Σχόλ., «ἐν ὅρμῳ ἐστήσαμεν. ὅτι [[ὅρμος]] φαίνεται καὶ [[ἐνταῦθα]] σαφῶς [[τόπος]] λιμένος [[ἔνθα]] ἡ [[ναῦς]] ὁρμεῖ» Εὐστ., Ὀδ. Μ. 317· - [[οἴκαδε]] ὁρμ. πλάτην, [[φέρω]] τὸ [[πλοῖον]] ἀσφαλῶς εἰς τὴν πατρίδα, Εὐρ. Τρῳ 1155· ὁρμ. τινὰ εἰς λιμένας, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Ἀνθ. Π. 9. 9· - [[φέρω]] εἰς τὴν ξηράν, [[θάλασσα]] ἀσπίδα ... παρὰ τύμβον … ὥρμισεν [[αὐτόθι]] 115· - μεταφορ., ἐν σπαργάνοισιν παιδὸς ὁρμίσαι δίκην, ὅτι δίκην παιδὸς ἐτοποθέτησεν αὐτὸν (τὸν δράκοντα) ἐν σπαργάνοις, Αἰσχύλ. Χο. 529. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., προσορμίζομαι, ἀγκυροβολῶ, Ἡρόδ. 9. 96, Ἀντιφῶν 132. 5· ὁρμισθεῖσα ... ἐν λιμένεσσιν Ἐμπεδ. 208, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 242· ἐπὶ τῷ Ῥίῳ, ἔξω τοῦ Ῥίου ὡρμίσαντο Θουκ. 2. 86· καὶ ὡρμίσαντο παρὰ τῇ Ἀχερουσιάδι Χερρονήσῳ Ξεν. Ἀν. 6. 2, 2· πρὸς ταὐτὸν ὁρμισθεὶς [[πέδον]], ἐλθὼν καὶ ἀγκυροβολήσας εἰς τὴν αὐτὴν παραλίαν, Σοφ. Φιλ. 546· πρὸς τὴν γῆν ὁρμισθεὶς Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 18· [[οὕτως]], ὡρμίσαντο εἰς Ἁρμήνην ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 6. 1, 15, πρβλ. Δημ. 80. 10, κτλ.· ταῖς λοιπαῖς [ναυσὶν] εἰς τὸ [[νησίδιον]] ὁρμίζονται Θουκ. 8. 11. 2) μεταφορ., εἶμαι ἐν τῷ λιμένι, δηλ. διατελῶ ἐν ἀσφαλείᾳ, εἰς λιμένα τὸν τῆς τέχνης Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 1: ὁρμίζεσθαι τὴν τελευταίαν ὅρμισιν, δηλ. ἀποθνήσκειν, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ὅρμον: ὁρμίζεσθαι ἐκ τύχης, ἐξαρτᾶσθαι ἐκ..., Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 230. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 42.
|lstext='''ὁρμίζω''': μέλλ. –ίσω, Ἐπικ. –ίσσω Ἰλ. Ξ. 77: ἀόρ. ὥρμισα Ὀδ. Δ. 785, Ἀττ., Μέσ. καὶ Παθ., μέλλ. –ιοῦμαι Θουκ. 6. 42: ἀόριστ. ὡρμισάμην Ἡρόδ., Ἀττ., ἧττον συχνὸν ὡρμίσθην (ἴδε κατωτ.): πρκμ. ὥρμισμαι Εὐρ. Ι. Τ. 1358: πρβλ. ἐφ-, καθ-, προσορμίζω: ([[ὅρμος]] ΙΙ). Φέρω εἰς ἀσφαλὲς [[μέρος]] πρὸς ἀγκυροβόλησιν, [[φέρω]] εἰς λιμένα, [[προσορμίζω]], ναῦν Ὀδ. Γ. 11, Μ. 317, Ἡρόδ. 6. 107· ἐπ’ ἀγκυρῶν [τριήρεις] Θουκ. 7. 59· [[ὑψοῦ]] δ’ ἐν νοτίῳ τήνγ’ ὥρμισαν, ἠγκυροβόλησαν εἰς τὰ «ἀνοικτά», Ὀδ. Δ. 785, Θ. 55 (ἐπὶ Ὁμήρου ὡς ἄγκυραι ἐχρησίμευον [[ἁπλῶς]] μεγάλοι λίθοι, ἴδε εὐνὴ ΙΙ): ὁρμίσας ἕκαστον ἀσκόν, λίθους ἀρτήσας καὶ ἀφεὶς [[ὥσπερ]] ἀγκύρας, στερεώσας ἕκαστον ἀσκὸν διὰ τῆς ἐξαρτήσεως καὶ καταβυθίσεως λίθων δίκην ἀγκυρῶν, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 10· οὕτω, [[προσορμίζω]], νῆα ὡρμίσαμεν, «ἐνεωλκήσαμεν» Σχόλ., «ἐν ὅρμῳ ἐστήσαμεν. ὅτι [[ὅρμος]] φαίνεται καὶ [[ἐνταῦθα]] σαφῶς [[τόπος]] λιμένος [[ἔνθα]] ἡ [[ναῦς]] ὁρμεῖ» Εὐστ., Ὀδ. Μ. 317· - [[οἴκαδε]] ὁρμ. πλάτην, [[φέρω]] τὸ [[πλοῖον]] ἀσφαλῶς εἰς τὴν πατρίδα, Εὐρ. Τρῳ 1155· ὁρμ. τινὰ εἰς λιμένας, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Ἀνθ. Π. 9. 9· - [[φέρω]] εἰς τὴν ξηράν, [[θάλασσα]] ἀσπίδα ... παρὰ τύμβον … ὥρμισεν [[αὐτόθι]] 115· - μεταφορ., ἐν σπαργάνοισιν παιδὸς ὁρμίσαι δίκην, ὅτι δίκην παιδὸς ἐτοποθέτησεν αὐτὸν (τὸν δράκοντα) ἐν σπαργάνοις, Αἰσχύλ. Χο. 529. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., προσορμίζομαι, ἀγκυροβολῶ, Ἡρόδ. 9. 96, Ἀντιφῶν 132. 5· ὁρμισθεῖσα ... ἐν λιμένεσσιν Ἐμπεδ. 208, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 242· ἐπὶ τῷ Ῥίῳ, ἔξω τοῦ Ῥίου ὡρμίσαντο Θουκ. 2. 86· καὶ ὡρμίσαντο παρὰ τῇ Ἀχερουσιάδι Χερρονήσῳ Ξεν. Ἀν. 6. 2, 2· πρὸς ταὐτὸν ὁρμισθεὶς [[πέδον]], ἐλθὼν καὶ ἀγκυροβολήσας εἰς τὴν αὐτὴν παραλίαν, Σοφ. Φιλ. 546· πρὸς τὴν γῆν ὁρμισθεὶς Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 18· [[οὕτως]], ὡρμίσαντο εἰς Ἁρμήνην ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 6. 1, 15, πρβλ. Δημ. 80. 10, κτλ.· ταῖς λοιπαῖς [ναυσὶν] εἰς τὸ [[νησίδιον]] ὁρμίζονται Θουκ. 8. 11. 2) μεταφορ., εἶμαι ἐν τῷ λιμένι, δηλ. διατελῶ ἐν ἀσφαλείᾳ, εἰς λιμένα τὸν τῆς τέχνης Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 1: ὁρμίζεσθαι τὴν τελευταίαν ὅρμισιν, δηλ. ἀποθνήσκειν, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ὅρμον: ὁρμίζεσθαι ἐκ τύχης, ἐξαρτᾶσθαι ἐκ..., Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 230. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 42.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> οῥμίσω, <i>ao.</i> [[ὥρμισα]], <i>pf. inus.</i><br />mettre au mouillage dans un port <i>ou</i> dans une baie ; mettre en sûreté à l'ancre : [[νῆα]] THC un navire ; ὁρμ. [[ὕψι]] IL <i>ou</i> [[ὑψοῦ]] [[ἐν]] νοτίῳ OD arrêter un navire en pleine mer (pour qu’il ne flotte pas à la dérive) ; ὁρμ. ἐπ’ ἀγκυρῶν THC mettre (des trirèmes) à l'ancre dans un port ; <i>p. anal.</i> : ὁρμ. ἀσκούς XÉN fixer des outres (comme des navires à l'ancre) ; <i>Pass.</i> être à l'ancre ; <i>avec idée de mouv.</i> pousser <i>ou</i> diriger un navire vers un lieu où l'on jette l'ancre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὁρμίζομαι se mettre au mouillage ; jeter l'ancre.<br />'''Étymologie:''' [[ὅρμος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth