Anonymous

ὑπερόριος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1200.png Seite 1200]] über die Gränze, jenseit der Gränze, ausländisch, fremd; bes. ἡ [[ὑπερορία]], sc. γῆ, das Ausland, die Fremde, Plat. ἐκ τοῦ ἄστεος οὔτ' εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖς, Phaedr. 230 d, u. öfter; Andoc. 3, 36; Lys. 31, 8; Is. 4, 1; [[ἀρχή]], im Ggstz von [[ἔνδημος]], Aesch. 1, 20; vgl. Xen. An. 7, 1, 27; auch ἡ [[ὑπερόριος]] [[ἀσχολία]], Thuc. 8, 72.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1200.png Seite 1200]] über die Gränze, jenseit der Gränze, ausländisch, fremd; bes. ἡ [[ὑπερορία]], sc. γῆ, das Ausland, die Fremde, Plat. ἐκ τοῦ ἄστεος οὔτ' εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖς, Phaedr. 230 d, u. öfter; Andoc. 3, 36; Lys. 31, 8; Is. 4, 1; [[ἀρχή]], im Ggstz von [[ἔνδημος]], Aesch. 1, 20; vgl. Xen. An. 7, 1, 27; auch ἡ [[ὑπερόριος]] [[ἀσχολία]], Thuc. 8, 72.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><b>1</b> qui est au delà des frontières, qui a lieu au dehors, étranger : [[πόλεμος]] ARSTT guerre au dehors ; [[ἀρχή]] ESCHN pourvoir qui s'exerce au dehors ; ἡ [[ὑπερορία]] ([[γῆ]]) le territoire situé hors des frontières, <i>particul.</i> hors de l'Attique ; τὰ ὑπερόρια (κτήματα) XÉN les possessions à l'étranger;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> qui est en dehors, qui est hors du sujet : λαλιὰ [[ὑπερόριος]] ESCHN bavardage en dehors du sujet.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ὅρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερόριος''': -ον, καὶ α, ον (ἴδε κατωτ.), ποιητικ. -ούριος· (ὅρος)· - ὁ [[πέραν]] τῶν ὁρίων, κατοικῶν ἐν τῇ ξένῃ, Δημ. 1130 ἐν τέλει· ῥίπτειν ὑπερούριον Θεόκρ. 24. 93· ὑπ. [[ἀσχολία]], [[ἀσχολία]] ἐν ξένοις τόποις, «εἰς τὰ ξένα», Θουκ. 8. 72· ὑπ. [[ἀρχή]], ἀντίθετον τῷ [[ἔνδημος]], Αἰσχίν. 3. 34· τὰ ὑπερόρια, ξέναι ὑποθέσεις, ἐργασίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 14, 12. 2) ἡ [[ὑπερορία]] (ἐξυπακ. γῆ), ἡ [[χώρα]] ἡ [[πέραν]] τῶν συνόρων, [[ξένη]] [[χώρα]], [[ξένη]] γῆ, Ἀνδοκ. 28. 10, Λυσί. 187. 26, Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· [[τοὐναντίον]] τὰ ἔνδημα, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 27· ἐκ τῆς ὑπ. ἀνακαλεῖσθαι, δηλ. ἐκ τῆς χώρας ἐν ᾗ διετέλει [[ἐξόριστος]], Πλούτ. 2. 508Α· [[ἐντεῦθεν]] καὶ αὐτὸ τοῦτο [[ἐξορία]], φόνοις καὶ ὑπερορίαις Δίων Κ. 67. 3· - οὕτω, τὰ ὑπερόρια (ἐξυπακ. χωρία) Ξεν. Ἀθην. 1. 19, Συμπ. 4. 31. ΙΙ. [[ξένος]] πρὸς τὸν σκοπόν, [[ἀλλότριος]], [[ἀσυνήθης]], [[λαλιά]] Αἰσχίνης 34. 29· ἀρχαὶ ἐνυπνίων ὑπερόριοι ἢ τοῖς χρόνοις ἢ τοῖς τόποις ἢ τοῖς μεγέθεσιν Ἀριστ. περὶ τῆς καθ’ Ὕμν. Μαντ. 2. 5· πρβλ. Ἀριστείδ. 1, σ. 128, Σουΐδ. ἐν λέξ. ΙΙΙ. μετὰ γεν., ἐξωρισμένος ἀπό τινος, ἐστερημένος τινός, [[ἀμέτοχος]], τοῦ ἡδέος Φωτ. Βιβλιοθ. 55. 27, Προκόπ.
|lstext='''ὑπερόριος''': -ον, καὶ α, ον (ἴδε κατωτ.), ποιητικ. -ούριος· (ὅρος)· - ὁ [[πέραν]] τῶν ὁρίων, κατοικῶν ἐν τῇ ξένῃ, Δημ. 1130 ἐν τέλει· ῥίπτειν ὑπερούριον Θεόκρ. 24. 93· ὑπ. [[ἀσχολία]], [[ἀσχολία]] ἐν ξένοις τόποις, «εἰς τὰ ξένα», Θουκ. 8. 72· ὑπ. [[ἀρχή]], ἀντίθετον τῷ [[ἔνδημος]], Αἰσχίν. 3. 34· τὰ ὑπερόρια, ξέναι ὑποθέσεις, ἐργασίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 14, 12. 2) ἡ [[ὑπερορία]] (ἐξυπακ. γῆ), ἡ [[χώρα]] ἡ [[πέραν]] τῶν συνόρων, [[ξένη]] [[χώρα]], [[ξένη]] γῆ, Ἀνδοκ. 28. 10, Λυσί. 187. 26, Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· [[τοὐναντίον]] τὰ ἔνδημα, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 27· ἐκ τῆς ὑπ. ἀνακαλεῖσθαι, δηλ. ἐκ τῆς χώρας ἐν ᾗ διετέλει [[ἐξόριστος]], Πλούτ. 2. 508Α· [[ἐντεῦθεν]] καὶ αὐτὸ τοῦτο [[ἐξορία]], φόνοις καὶ ὑπερορίαις Δίων Κ. 67. 3· - οὕτω, τὰ ὑπερόρια (ἐξυπακ. χωρία) Ξεν. Ἀθην. 1. 19, Συμπ. 4. 31. ΙΙ. [[ξένος]] πρὸς τὸν σκοπόν, [[ἀλλότριος]], [[ἀσυνήθης]], [[λαλιά]] Αἰσχίνης 34. 29· ἀρχαὶ ἐνυπνίων ὑπερόριοι ἢ τοῖς χρόνοις ἢ τοῖς τόποις ἢ τοῖς μεγέθεσιν Ἀριστ. περὶ τῆς καθ’ Ὕμν. Μαντ. 2. 5· πρβλ. Ἀριστείδ. 1, σ. 128, Σουΐδ. ἐν λέξ. ΙΙΙ. μετὰ γεν., ἐξωρισμένος ἀπό τινος, ἐστερημένος τινός, [[ἀμέτοχος]], τοῦ ἡδέος Φωτ. Βιβλιοθ. 55. 27, Προκόπ.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><b>1</b> qui est au delà des frontières, qui a lieu au dehors, étranger : [[πόλεμος]] ARSTT guerre au dehors ; [[ἀρχή]] ESCHN pourvoir qui s'exerce au dehors ; ἡ [[ὑπερορία]] ([[γῆ]]) le territoire situé hors des frontières, <i>particul.</i> hors de l'Attique ; τὰ ὑπερόρια (κτήματα) XÉN les possessions à l'étranger;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> qui est en dehors, qui est hors du sujet : λαλιὰ [[ὑπερόριος]] ESCHN bavardage en dehors du sujet.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ὅρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml