Anonymous

ὑπεισέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1185.png Seite 1185]] (s. [[ἔρχομαι]]), darunter od. heimlich hineinkommen, beschleichen; [[εἶτα]] λαθὸν ὑπεισῆλθε τὸ [[γῆρας]] Plat. Ax. 367 b; – bes. von Gemüthsstimmungen, ὑπεισέρχεταί με [[δέος]], [[ἔλεος]], Furcht, Mitleid beschleicht mich, Luc. de merc. cond. 11. 16; vgl. Schäf. Greg. Cor. p. 375 u. Jacobs Ach. Tat. p. 995.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1185.png Seite 1185]] (s. [[ἔρχομαι]]), darunter od. heimlich hineinkommen, beschleichen; [[εἶτα]] λαθὸν ὑπεισῆλθε τὸ [[γῆρας]] Plat. Ax. 367 b; – bes. von Gemüthsstimmungen, ὑπεισέρχεταί με [[δέος]], [[ἔλεος]], Furcht, Mitleid beschleicht mich, Luc. de merc. cond. 11. 16; vgl. Schäf. Greg. Cor. p. 375 u. Jacobs Ach. Tat. p. 995.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> ὑπεισῆλθον;<br />se glisser furtivement <i>ou</i> peu à peu dans.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[εἰσέρχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεισέρχομαι''': ἀποθ., [[ἐπέρχομαι]] κρυφίως, [[πλησιάζω]] ἀνεπαισθήτως, [[γῆρας]] ὑπεισῆλθέ μοι λαθόν, μὲ κατέλαβεν ἀπροσδοκήτως, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β· ὑπεισέρχεταί με [[δέος]], [[ἔλεος]], μὲ καταλαμβάνει κατὰ μικρόν, Schäf. εἰς Γρηγόρ. σελ. 375. 2) ἐπέρχεται εἰς τὸν νοῦν τινος, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 11. ΙΙ. ὑποδύομαι, [[ἀναλαμβάνω]], πρᾶον σχῆμ’ ὑπεισελθὼν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 67.
|lstext='''ὑπεισέρχομαι''': ἀποθ., [[ἐπέρχομαι]] κρυφίως, [[πλησιάζω]] ἀνεπαισθήτως, [[γῆρας]] ὑπεισῆλθέ μοι λαθόν, μὲ κατέλαβεν ἀπροσδοκήτως, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β· ὑπεισέρχεταί με [[δέος]], [[ἔλεος]], μὲ καταλαμβάνει κατὰ μικρόν, Schäf. εἰς Γρηγόρ. σελ. 375. 2) ἐπέρχεται εἰς τὸν νοῦν τινος, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 11. ΙΙ. ὑποδύομαι, [[ἀναλαμβάνω]], πρᾶον σχῆμ’ ὑπεισελθὼν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 67.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> ὑπεισῆλθον;<br />se glisser furtivement <i>ou</i> peu à peu dans.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[εἰσέρχομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml