Anonymous

ὑγίεια: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1170.png Seite 1170]] ἡ, att. auch ὑγιεία, Ar. Av. 604. 731, ion. ὑγιείη, Her. 2, 77, Paul. Sil. ecphr. 1, 72, erst spät u. unattisch [[ὑγεία]], die [[Gesundheit]], sowohl des Leibes als der Seele; zuerst bei Pind., ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν P. 3, 73; ἐκ δ' ὑγιείας φρενῶν ὁ πᾶσιν [[φίλος]] καὶ [[πολύευκτος]] [[ὄλβος]] Aesch. Eum. 507; Eur. Or. 435; Ar. Av. 603; Plat. oft, im eigentlichen u. im übertragenen Sinne; ὑγίειαί τε καὶ εὐεξίαι τῶν σωμάτων, Prot. 354 b; Ggstz [[νόσος]], Tim. 87 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1170.png Seite 1170]] ἡ, att. auch ὑγιεία, Ar. Av. 604. 731, ion. ὑγιείη, Her. 2, 77, Paul. Sil. ecphr. 1, 72, erst spät u. unattisch [[ὑγεία]], die [[Gesundheit]], sowohl des Leibes als der Seele; zuerst bei Pind., ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν P. 3, 73; ἐκ δ' ὑγιείας φρενῶν ὁ πᾶσιν [[φίλος]] καὶ [[πολύευκτος]] [[ὄλβος]] Aesch. Eum. 507; Eur. Or. 435; Ar. Av. 603; Plat. oft, im eigentlichen u. im übertragenen Sinne; ὑγίειαί τε καὶ εὐεξίαι τῶν σωμάτων, Prot. 354 b; Ggstz [[νόσος]], Tim. 87 c.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> santé, bonne santé;<br /><b>2</b> guérison.<br />'''Étymologie:''' [[ὑγιής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑγίειᾰ''': [ῠ], ἡ, καὶ [[ἐνίοτε]] παρ’ Ἀττ. ὑγιείᾱ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 604, 731, Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 522· (τὸν Ἰωνικὸν τόπον εἰς η ἀποδοκιμάζει ὁ Dind. de Dial. Hdt. xi)· παρὰ μεταγεν. καὶ ἀδοκίμοις συγγραφεῦσιν ὑγείᾱ, ὃ ἴδε· [[εἶναι]] γεγραμμ. ὑγίεα ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2557Β 24· καὶ τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ τὸν τύπον τοῦτον ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1001· (ὑγιής): - ὡς καὶ νῦν, [[ὑγεία]], ἡ [[εὐεξία]] καὶ ὑγιεινὴ [[κατάστασις]] τοῦ σώματος, «[[ὑγίεια]] ἐστὶ [[συμμετρία]] τῶν πρώτων σωματικῶν δυνάμεων, ἅ ἐστι [[θερμότης]] [[ψυχρότης]] [[ὑγρότης]] [[ξηρότης]]» Σουΐδ., Λατ. salus, Ἡρόδ. 2. 77, Σιμων. 116, Πινδ. Π. 3. 128, καὶ Ἀττ.· ὑγ. καὶ [[νοῦς]] ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 519, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 68· - πληθ., ὑγίειαι, ὑγιειναὶ καταστάσεις, Πλάτ. Πρωτ. 354Β, Πολ. 618Β, Τίμ. 87C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 18, 1. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, ὑ. φρενῶν, [[ὑγιὴς]] [[κατάστασις]] ἢ [[διάθεσις]] ψυχῆς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 535· ἡ περὶ τὸ [[σῶμα]] καὶ τὴν ψυχὴν [[ὑγίεια]] Ἰσοκρ. 234Β. ΙΙ. [[εἶδος]] πλακοῦντος ἐν χρήσει κατὰ τὰς θυσίας, Ἀθήν. 115Α, Φώτ., κλπ. ΙΙΙ. φάρμακόν τι, Ἀλέξ. Τραλλ., κλπ. - [[καθόλου]], [[θεραπεία]], [[ἴασις]], [[ὕπνος]] δὲ πάσης ἐστὶν ὑγ. νόσου Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 522. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικοίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 200-202. Β. Ὑγίεια, ἡ, κατὰ προσωποποίησιν, ἡ θεὰ τῆς ὑγείας, Ἱππ. 1. 2, Ἀρίφρων ἐν Lyr. Bgk σελ. 841, Παυσ. 1. 23, 4, κλπ.· - εἰς τιμὴν αὐτῆς ἔπινον τὸ τελευταῖον [[ποτήριον]], τὸ μετὰ τὸ νίψασθαι, μετανιπτρίδα τῆς Ὑγιείας πίνειν Ἀντιφάν. ἐν «Μειλανίωνι» 1, πρβλ. Καλλ. ἐν «Κύκλωψι» 3 (Ὕμνος εἰς Ὑγίειαν παρ’ Ἀθην. 702).
|lstext='''ὑγίειᾰ''': [ῠ], ἡ, καὶ [[ἐνίοτε]] παρ’ Ἀττ. ὑγιείᾱ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 604, 731, Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 522· (τὸν Ἰωνικὸν τόπον εἰς η ἀποδοκιμάζει ὁ Dind. de Dial. Hdt. xi)· παρὰ μεταγεν. καὶ ἀδοκίμοις συγγραφεῦσιν ὑγείᾱ, ὃ ἴδε· [[εἶναι]] γεγραμμ. ὑγίεα ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2557Β 24· καὶ τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ τὸν τύπον τοῦτον ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1001· (ὑγιής): - ὡς καὶ νῦν, [[ὑγεία]], ἡ [[εὐεξία]] καὶ ὑγιεινὴ [[κατάστασις]] τοῦ σώματος, «[[ὑγίεια]] ἐστὶ [[συμμετρία]] τῶν πρώτων σωματικῶν δυνάμεων, ἅ ἐστι [[θερμότης]] [[ψυχρότης]] [[ὑγρότης]] [[ξηρότης]]» Σουΐδ., Λατ. salus, Ἡρόδ. 2. 77, Σιμων. 116, Πινδ. Π. 3. 128, καὶ Ἀττ.· ὑγ. καὶ [[νοῦς]] ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 519, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 68· - πληθ., ὑγίειαι, ὑγιειναὶ καταστάσεις, Πλάτ. Πρωτ. 354Β, Πολ. 618Β, Τίμ. 87C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 18, 1. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, ὑ. φρενῶν, [[ὑγιὴς]] [[κατάστασις]] ἢ [[διάθεσις]] ψυχῆς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 535· ἡ περὶ τὸ [[σῶμα]] καὶ τὴν ψυχὴν [[ὑγίεια]] Ἰσοκρ. 234Β. ΙΙ. [[εἶδος]] πλακοῦντος ἐν χρήσει κατὰ τὰς θυσίας, Ἀθήν. 115Α, Φώτ., κλπ. ΙΙΙ. φάρμακόν τι, Ἀλέξ. Τραλλ., κλπ. - [[καθόλου]], [[θεραπεία]], [[ἴασις]], [[ὕπνος]] δὲ πάσης ἐστὶν ὑγ. νόσου Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 522. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικοίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 200-202. Β. Ὑγίεια, ἡ, κατὰ προσωποποίησιν, ἡ θεὰ τῆς ὑγείας, Ἱππ. 1. 2, Ἀρίφρων ἐν Lyr. Bgk σελ. 841, Παυσ. 1. 23, 4, κλπ.· - εἰς τιμὴν αὐτῆς ἔπινον τὸ τελευταῖον [[ποτήριον]], τὸ μετὰ τὸ νίψασθαι, μετανιπτρίδα τῆς Ὑγιείας πίνειν Ἀντιφάν. ἐν «Μειλανίωνι» 1, πρβλ. Καλλ. ἐν «Κύκλωψι» 3 (Ὕμνος εἰς Ὑγίειαν παρ’ Ἀθην. 702).
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> santé, bonne santé;<br /><b>2</b> guérison.<br />'''Étymologie:''' [[ὑγιής]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater