ὑπερβατός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1192.png Seite 1192]] adj. verb. zu [[ὑπερβαίνω]]; 1) überschritten, übertreten, zu übersteigen, ᾗ ὑπερβατὸν ἦν τὸ [[περιτείχισμα]], Thuc. 3, 25. – 2) umgesetzt, verstellt, ὑπερβατὸν δεῖ [[θεῖναι]] ἐν τῷ ᾄσματι τὸ ἀλαθέως, Plat. Prot. 343 e; bes. von der Wortstellung, [[λέξις]] ὑπερβατή, Arist. rhet. Alex. 26; auch ὑπερβατῶς δηλοῦν, ib. 31; wenn die Wörter nicht in ihrer natürlichen Ordnung, sondern durch einander geworfen stehen; dah. ὑπερβατῶς δέξασθαί τι, Etwas nach solcher verkehrten Wortfolge verstehen und erklären, Gramm.; ὑπερβαταὶ νοήσεις, in verkehrter Wortfolge ausgedrückte Gedanken, D. Hal. iud. Thuc. 52. – 3) akt., überschreitend, übertreffend, τάδ' ἐστὶ καὶ τῶνδ' ὑπερβατώτερα, Aesch. Ag. 428; dah. vorzüglich, ausgezeichnet; auch im tadelnden Sinne, über Maaß und Ziel hinausgehend, ausschweifend, Sp. [[ὑπερβεβλημένως]], adv. part. perf. pass. zu [[ὑπερβάλλω]], auf eine übertriebene od. übermäßige Weise, Arist. eth. 3, 10 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1192.png Seite 1192]] adj. verb. zu [[ὑπερβαίνω]]; 1) überschritten, übertreten, zu übersteigen, ᾗ ὑπερβατὸν ἦν τὸ [[περιτείχισμα]], Thuc. 3, 25. – 2) umgesetzt, verstellt, ὑπερβατὸν δεῖ [[θεῖναι]] ἐν τῷ ᾄσματι τὸ ἀλαθέως, Plat. Prot. 343 e; bes. von der Wortstellung, [[λέξις]] ὑπερβατή, Arist. rhet. Alex. 26; auch ὑπερβατῶς δηλοῦν, ib. 31; wenn die Wörter nicht in ihrer natürlichen Ordnung, sondern durch einander geworfen stehen; dah. ὑπερβατῶς δέξασθαί τι, Etwas nach solcher verkehrten Wortfolge verstehen und erklären, Gramm.; ὑπερβαταὶ νοήσεις, in verkehrter Wortfolge ausgedrückte Gedanken, D. Hal. iud. Thuc. 52. – 3) akt., überschreitend, übertreffend, τάδ' ἐστὶ καὶ τῶνδ' ὑπερβατώτερα, Aesch. Ag. 428; dah. vorzüglich, ausgezeichnet; auch im tadelnden Sinne, über Maaß und Ziel hinausgehend, ausschweifend, Sp. [[ὑπερβεβλημένως]], adv. part. perf. pass. zu [[ὑπερβάλλω]], auf eine übertriebene od. übermäßige Weise, Arist. eth. 3, 10 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut traverser <i>ou</i> franchir;<br /><b>2</b> qui dépasse toute mesure ; excessif, énorme, extraordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερβαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερβᾰτός''': -ή, -όν, μεταγεν., ός, όν, (ἴδε κατωτ.), ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ὑπερβαίνω]], ὃν δύναταί τις νὰ ὑπερβῇ, νὰ ἀναβῇ, ἐπὶ τείχους, Θουκ. 3. 25. 2) μετατεθειμένος, ἐπὶ λέξεων, ὑπερβατὸν δεῖ [[θεῖναι]]... τὸ ‘[[ἀλαθέως]]’ Πλάτ. Πρωταγ. 343Ε· [[σύνθεσις]] ὑπερβατὴ Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 26, 1 καὶ 3· νοήσεις ὑπερβατοί, νοήματα ἐκφερόμενα ἐν ἀντιστρόφοις φράσεσι, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 52· - [[οὕτως]] ἐπίρρ. -τως, = καθ’ [[ὑπερβατόν]], ἐν ἀντιστρόφῳ τάξει, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 31, 5, Στράβ. 342, 370· οὕτω, δι’ ὑπερβατοῦ Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 31· πρβλ. [[ὑπερβατόν]]. 3) ὃν παρέρχεταί τις ἐν παρόδῳ ἢ διὰ βραχέων· - Ἐπίρρ. -τῶς, συντόμως, ἐν παρόδῳ, Ἱππ. 7. 31. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ὑπερβαίνων, προχωρῶν [[πέραν]] ἢ περαιτέρω, τῶν δ’ ὑπερβατώτερα, περαιτέρω τούτων, Αἰσχύλ. 428· [[ἔκτακτος]], [[ἀσυνήθης]], ἐνύπνια Ἀριστ. περὶ τῆς Καθ’ Ὕπν. Μαντ. 1, 12.
|lstext='''ὑπερβᾰτός''': -ή, -όν, μεταγεν., ός, όν, (ἴδε κατωτ.), ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ὑπερβαίνω]], ὃν δύναταί τις νὰ ὑπερβῇ, νὰ ἀναβῇ, ἐπὶ τείχους, Θουκ. 3. 25. 2) μετατεθειμένος, ἐπὶ λέξεων, ὑπερβατὸν δεῖ [[θεῖναι]]... τὸ ‘[[ἀλαθέως]]’ Πλάτ. Πρωταγ. 343Ε· [[σύνθεσις]] ὑπερβατὴ Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 26, 1 καὶ 3· νοήσεις ὑπερβατοί, νοήματα ἐκφερόμενα ἐν ἀντιστρόφοις φράσεσι, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 52· - [[οὕτως]] ἐπίρρ. -τως, = καθ’ [[ὑπερβατόν]], ἐν ἀντιστρόφῳ τάξει, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 31, 5, Στράβ. 342, 370· οὕτω, δι’ ὑπερβατοῦ Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 31· πρβλ. [[ὑπερβατόν]]. 3) ὃν παρέρχεταί τις ἐν παρόδῳ ἢ διὰ βραχέων· - Ἐπίρρ. -τῶς, συντόμως, ἐν παρόδῳ, Ἱππ. 7. 31. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ὑπερβαίνων, προχωρῶν [[πέραν]] ἢ περαιτέρω, τῶν δ’ ὑπερβατώτερα, περαιτέρω τούτων, Αἰσχύλ. 428· [[ἔκτακτος]], [[ἀσυνήθης]], ἐνύπνια Ἀριστ. περὶ τῆς Καθ’ Ὕπν. Μαντ. 1, 12.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut traverser <i>ou</i> franchir;<br /><b>2</b> qui dépasse toute mesure ; excessif, énorme, extraordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερβαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml