Anonymous

ὑπολάμπω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1223.png Seite 1223]] darunter od. dabei glänzen, hervorglänzen; [[ὄσσε]] μετώπῳ ὑπέλαμπε Ap. Rh. 4, 1437; τὸ [[ἔαρ]] ὑπέλαμπε = ὑπεφαίνετο, Her. 1, 190, wie τοῦ ἔαρος ὑπολάμψαντος 8, 130, wo die meisten mss. ἐπιλάμψαντος haben; ὁ [[ἥλιος]] εἰς τὰς παστάδας ὑπολάμπει Xen. Mem. 3, 8,9. – Med. in derselben Bedeutung, δαΐδων ὑπολαμπομενάων, Il. 18, 492 u. öfter, wo jetzt δαΐδων ὕπο λαμπομενάων geschrieben wird (vgl. ὑπό); – πῦρ τέφρῃ ὑπολαμπόμενον Mel. 55 (XII, 80); Ap. Rh. 1, 1280.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1223.png Seite 1223]] darunter od. dabei glänzen, hervorglänzen; [[ὄσσε]] μετώπῳ ὑπέλαμπε Ap. Rh. 4, 1437; τὸ [[ἔαρ]] ὑπέλαμπε = ὑπεφαίνετο, Her. 1, 190, wie τοῦ ἔαρος ὑπολάμψαντος 8, 130, wo die meisten mss. ἐπιλάμψαντος haben; ὁ [[ἥλιος]] εἰς τὰς παστάδας ὑπολάμπει Xen. Mem. 3, 8,9. – Med. in derselben Bedeutung, δαΐδων ὑπολαμπομενάων, Il. 18, 492 u. öfter, wo jetzt δαΐδων ὕπο λαμπομενάων geschrieben wird (vgl. ὑπό); – πῦρ τέφρῃ ὑπολαμπόμενον Mel. 55 (XII, 80); Ap. Rh. 1, 1280.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> briller sous <i>ou</i> à travers;<br /><b>2</b> briller faiblement;<br /><b>3</b> commencer à briller.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λάμπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπολάμπω''': μέλλ. -ψω, [[λάμπω]], [[κάτωθεν]], [[λάμπω]] [[ὑποκάτω]], [[οὐκοῦν]] ἐν ταῖς πρὸς μεσημβρίαν βλεπούσαις οἰκίαις τοῦ μὲν χειμῶνος ὁ [[ἥλιος]] εἰς τὰς παστάδας ὑπολάμπει, τοῦ δὲ θέρους [[ὑπὲρ]] ἡμῶν αὐτῶν καὶ τῶν στεγῶν πορευόμενος σκιὰν παρέχει; Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 9· κοιμᾶται δὲ ἀκαρὲς χρόνου καὶ ὑπολάμπει τὰ ὄμματα καθεύδοντος, ἐπὶ λέοντος, Πλούτ. 2. 670C· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πῦρ τέφρῃ ὑπολαμπόμενον Ἀνθ. Παλατ. 12. 80. ΙΙ. [[ἀρχίζω]] νὰ [[λάμπω]], ὡς τὸ ἔαρ ὑπέλαμπε, ὡς τὸ ὑπεφαίνετο, Ἡρόδ. 1. 190 (πρβλ. [[ἐπιλάμπω]]), Αἰλ. π. Ζῴων 8. 22· ὑπ. ἕως [[αὐτόθι]] 10. 50· ὑπ. ἡ [[ἡμέρα]] Πλουτ. Ἀντών. 49· μεταφορ., ὑπολάμπει τὸ [[ἦθος]] ταῖς παρεῖαις Πολυδ. Β΄, 87· ― ἐν Ἰλ. Σ. 492, Ὀδ. Τ. 48., Ψ. 290 ἡ ὀρθὴ γραφὴ [[εἶναι]]: δαΐδων ὕπο λαμπομενάων.
|lstext='''ὑπολάμπω''': μέλλ. -ψω, [[λάμπω]], [[κάτωθεν]], [[λάμπω]] [[ὑποκάτω]], [[οὐκοῦν]] ἐν ταῖς πρὸς μεσημβρίαν βλεπούσαις οἰκίαις τοῦ μὲν χειμῶνος ὁ [[ἥλιος]] εἰς τὰς παστάδας ὑπολάμπει, τοῦ δὲ θέρους [[ὑπὲρ]] ἡμῶν αὐτῶν καὶ τῶν στεγῶν πορευόμενος σκιὰν παρέχει; Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 9· κοιμᾶται δὲ ἀκαρὲς χρόνου καὶ ὑπολάμπει τὰ ὄμματα καθεύδοντος, ἐπὶ λέοντος, Πλούτ. 2. 670C· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πῦρ τέφρῃ ὑπολαμπόμενον Ἀνθ. Παλατ. 12. 80. ΙΙ. [[ἀρχίζω]] νὰ [[λάμπω]], ὡς τὸ ἔαρ ὑπέλαμπε, ὡς τὸ ὑπεφαίνετο, Ἡρόδ. 1. 190 (πρβλ. [[ἐπιλάμπω]]), Αἰλ. π. Ζῴων 8. 22· ὑπ. ἕως [[αὐτόθι]] 10. 50· ὑπ. ἡ [[ἡμέρα]] Πλουτ. Ἀντών. 49· μεταφορ., ὑπολάμπει τὸ [[ἦθος]] ταῖς παρεῖαις Πολυδ. Β΄, 87· ― ἐν Ἰλ. Σ. 492, Ὀδ. Τ. 48., Ψ. 290 ἡ ὀρθὴ γραφὴ [[εἶναι]]: δαΐδων ὕπο λαμπομενάων.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> briller sous <i>ou</i> à travers;<br /><b>2</b> briller faiblement;<br /><b>3</b> commencer à briller.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λάμπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml