Anonymous

ὑπεξίστημι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1188.png Seite 1188]] (s. [[ἵστημι]]), allmälig herausstellen, Sp. – Gew. med. nebst den intrans. tempp. des act., 1) darunter heraus- od. hervorgehen, unvermerkt hervorkommen, bes. aus einem Hinterhalte, Sp. – 2) ausweichen, aus dem Wege gehen, vermeiden, τινά, ὑπεκστῆναι [[βούλομαι]] τὸν λόγον Plat. Phil. 43 a; auch c. dat., [[οὔτε]] ὑπεκστήσεταί σοι ὁ [[δοῦλος]] Xen. Ath. 1, 9; u. absolut, ὑπεκστῆναι, Plut. Sol. 25. – 3) von einer Sache abstehen, keine Ansprüche auf sie machen, sie aufgeben, ὑπεξίστασθαι τῆς ἀρχῆς, die Herrschaft abtreten, Her. 3, 83; auch ἄρχειν, Luc. Saturn. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1188.png Seite 1188]] (s. [[ἵστημι]]), allmälig herausstellen, Sp. – Gew. med. nebst den intrans. tempp. des act., 1) darunter heraus- od. hervorgehen, unvermerkt hervorkommen, bes. aus einem Hinterhalte, Sp. – 2) ausweichen, aus dem Wege gehen, vermeiden, τινά, ὑπεκστῆναι [[βούλομαι]] τὸν λόγον Plat. Phil. 43 a; auch c. dat., [[οὔτε]] ὑπεκστήσεταί σοι ὁ [[δοῦλος]] Xen. Ath. 1, 9; u. absolut, ὑπεκστῆναι, Plut. Sol. 25. – 3) von einer Sache abstehen, keine Ansprüche auf sie machen, sie aufgeben, ὑπεξίστασθαι τῆς ἀρχῆς, die Herrschaft abtreten, Her. 3, 83; auch ἄρχειν, Luc. Saturn. 6.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπεκστήσω, <i>ao.2</i> ὑπεξέστην, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> <i>tr.</i> renverser;<br /><b>II.</b> <i>intr. à l'ao.2, au pf., au pqp. et au Moy.</i><br /><b>1</b> se lever du fond de, sortir furtivement <i>ou</i> tout à coup;<br /><b>2</b> se retirer doucement par déférence <i>ou</i> par crainte : τινι devant qqn ; se désister, renoncer à : τῆς ἀρχῆς HDT au pouvoir ; ἄρχειν LUC à commander.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐξίστημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεξίστημι''': [[μεθίστημι]], [[μεταβάλλω]] κατ’ ὀλίγον, Ἡσύχ.· [[μάλιστα]] ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]], [[περιπλέκω]], Καλλιστρ. Ἔκφρ. 892. ΙΙ. Παθητ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἀναχωρῶ κρυφίως, Πλουτ. Κάμιλλ. 22, κλπ.· τοῦ νεὼ Λουκ. Ἔρωτ. 171, κλπ.· - ὑπ. τῆς ἀρχῆς, παραιτοῦμαι πάσης ἀξιώσεως, ἀποσύρομαι, ὡς τὸ Λατιν. abiicare se magistratu, Ἡρόδ. 3. 83· οὕτω μετ’ ἀπαρεμ., ὑπ. ἄρχειν Λουκ. Κρον. 6. 2) μετ’ αἰτ., [[ἀποφεύγω]], ὑπεκστῆναι [[βούλομαι]] τὸν λόγο Πλάτ. Φίληβ. 43Α· πρβλ. [[ὑπεξέρχομαι]] Ι. 3) ἀποσύρομαι ἐκ τῆς ὁδοῦ πρὸ τοῦ ἀνωτέρου μου, [[κάμνω]] εἰς αὐτὸν τόπον, [[οὔτε]] ὑπεκστήσεταί σοι ὁ [[δοῦλος]] Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1. 10· - ὑποχωρῶ εἴς τινα, ταῖς ἀπορίαις, τῷ καιρῷ Πλουτ. Σόλ. 25, Κάτων Νεώτ. 35.
|lstext='''ὑπεξίστημι''': [[μεθίστημι]], [[μεταβάλλω]] κατ’ ὀλίγον, Ἡσύχ.· [[μάλιστα]] ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]], [[περιπλέκω]], Καλλιστρ. Ἔκφρ. 892. ΙΙ. Παθητ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἀναχωρῶ κρυφίως, Πλουτ. Κάμιλλ. 22, κλπ.· τοῦ νεὼ Λουκ. Ἔρωτ. 171, κλπ.· - ὑπ. τῆς ἀρχῆς, παραιτοῦμαι πάσης ἀξιώσεως, ἀποσύρομαι, ὡς τὸ Λατιν. abiicare se magistratu, Ἡρόδ. 3. 83· οὕτω μετ’ ἀπαρεμ., ὑπ. ἄρχειν Λουκ. Κρον. 6. 2) μετ’ αἰτ., [[ἀποφεύγω]], ὑπεκστῆναι [[βούλομαι]] τὸν λόγο Πλάτ. Φίληβ. 43Α· πρβλ. [[ὑπεξέρχομαι]] Ι. 3) ἀποσύρομαι ἐκ τῆς ὁδοῦ πρὸ τοῦ ἀνωτέρου μου, [[κάμνω]] εἰς αὐτὸν τόπον, [[οὔτε]] ὑπεκστήσεταί σοι ὁ [[δοῦλος]] Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1. 10· - ὑποχωρῶ εἴς τινα, ταῖς ἀπορίαις, τῷ καιρῷ Πλουτ. Σόλ. 25, Κάτων Νεώτ. 35.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπεκστήσω, <i>ao.2</i> ὑπεξέστην, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> <i>tr.</i> renverser;<br /><b>II.</b> <i>intr. à l'ao.2, au pf., au pqp. et au Moy.</i><br /><b>1</b> se lever du fond de, sortir furtivement <i>ou</i> tout à coup;<br /><b>2</b> se retirer doucement par déférence <i>ou</i> par crainte : τινι devant qqn ; se désister, renoncer à : τῆς ἀρχῆς HDT au pouvoir ; ἄρχειν LUC à commander.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐξίστημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml