Anonymous

ὑποκατακλίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1219.png Seite 1219]] darunter niederlegen, Luc. Gall. 11; – pass. sich niederlegen unter Etwas, τινί, Plut. Symp. 1, 2,6; sich unterwerfen, fügen, nachgeben, τινί, Plat. Rep. I, 336 e; ὑποκατακλινόμενοι, ἐπεὶ τοῖς ὅλοις ἡττᾶσθαι ἐνόμιζον Dem. 9, 64; τινί τινος, Einem in Etwas, D. Hal. 6, 71.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1219.png Seite 1219]] darunter niederlegen, Luc. Gall. 11; – pass. sich niederlegen unter Etwas, τινί, Plut. Symp. 1, 2,6; sich unterwerfen, fügen, nachgeben, τινί, Plat. Rep. I, 336 e; ὑποκατακλινόμενοι, ἐπεὶ τοῖς ὅλοις ἡττᾶσθαι ἐνόμιζον Dem. 9, 64; τινί τινος, Einem in Etwas, D. Hal. 6, 71.
}}
{{bailly
|btext=faire mettre <i>litt.</i> faire coucher à table au-dessous d’un autre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποκατακλίνομαι;<br /><b>1</b> se mettre <i>litt.</i> se coucher à table au-dessous de, τινι;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> se soumettre, se reconnaître inférieur, céder : τινι à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κατακλίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποκατακλίνω''': [ῑ], [[κατακλίνω]] [[ὑποκάτω]]. - Παθ., κατακλίνομαι [[ὑποκάτω]], Πλούτ. 2. 50Ε· ἐπὶ παλαιστοῦ [[ὅστις]] ἀφίνει νὰ νικηθῇ, να καταβληθῇ, [[αὐτόθι]] 58F. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], [[κατέχω]] κατωτέραν θέσιν παρὰ τὴν τράπεζαν, τινι [[αὐτόθι]] 618Ε· τινὸς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 4, 9· - ([[οὕτως]] σπανιώτερον ἐν τῷ ἐνεργ., βάλλω τινὰ νὰ κατακλιθῇ κατωτέρω τινὸς παρὰ τὴν τράπεζαν, «μηδενὸς ἀνεχομένου πλησίον κατακεῖσθαι [[αὐτοῦ]], ἐμὲ ὑποκατακλίνουσι… ὡς ὁμοτραπέζῳ εἴημεν» Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 11). 2) μεταφορ., [[ὑπείκω]], ὑποκατακλίνεσθαι ἀλλήλοις ἐν τῇ ζητήσει Διον. Ἁλ. 6. 24, 71· - ἀπολ., ὑποχωρῶ, [[ὑπείκω]], Δημ. 127. 21, Πλούτ., κλπ.
|lstext='''ὑποκατακλίνω''': [ῑ], [[κατακλίνω]] [[ὑποκάτω]]. - Παθ., κατακλίνομαι [[ὑποκάτω]], Πλούτ. 2. 50Ε· ἐπὶ παλαιστοῦ [[ὅστις]] ἀφίνει νὰ νικηθῇ, να καταβληθῇ, [[αὐτόθι]] 58F. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], [[κατέχω]] κατωτέραν θέσιν παρὰ τὴν τράπεζαν, τινι [[αὐτόθι]] 618Ε· τινὸς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 4, 9· - ([[οὕτως]] σπανιώτερον ἐν τῷ ἐνεργ., βάλλω τινὰ νὰ κατακλιθῇ κατωτέρω τινὸς παρὰ τὴν τράπεζαν, «μηδενὸς ἀνεχομένου πλησίον κατακεῖσθαι [[αὐτοῦ]], ἐμὲ ὑποκατακλίνουσι… ὡς ὁμοτραπέζῳ εἴημεν» Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 11). 2) μεταφορ., [[ὑπείκω]], ὑποκατακλίνεσθαι ἀλλήλοις ἐν τῇ ζητήσει Διον. Ἁλ. 6. 24, 71· - ἀπολ., ὑποχωρῶ, [[ὑπείκω]], Δημ. 127. 21, Πλούτ., κλπ.
}}
{{bailly
|btext=faire mettre <i>litt.</i> faire coucher à table au-dessous d’un autre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποκατακλίνομαι;<br /><b>1</b> se mettre <i>litt.</i> se coucher à table au-dessous de, τινι;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> se soumettre, se reconnaître inférieur, céder : τινι à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κατακλίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml