Anonymous

ὑποθέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1217.png Seite 1217]] (s. θέω), unterlaufen, entgegenlaufen, angreifen, λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι ποτὶ ἐχθρόν Pind. P. 2, 84; – vorlaufen, Ar. Equ. 1157; – zurücklaufen, Xen. ven. 3, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1217.png Seite 1217]] (s. θέω), unterlaufen, entgegenlaufen, angreifen, λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι ποτὶ ἐχθρόν Pind. P. 2, 84; – vorlaufen, Ar. Equ. 1157; – zurücklaufen, Xen. ven. 3, 8.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>t. d’astron.</i> courir <i>ou</i> accomplir sa course sous;<br /><b>2</b> courir insidieusement, se jeter traîtreusement sur;<br /><b>3</b> courir pour supplanter, supplanter;<br /><b>4</b> dépasser en courant, courir en avant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[θέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποθέω''': μέλλ. -θεύσομαι, [[ὑποτρέχω]], κρυφίως [[προσβάλλω]], ἐπιτίθεμαι, λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι [[ποτὶ]] ἐχθρόν, πρὸς δὲ τὸν ἐχθρὸν δίκην λύκου ὑποδραμοῦμαι, δηλ. ἐνεδρεύων καθάπερ [[λύκος]], Πινδ. Π. 2. 155. 2) προσπαθῶ δι’ ἀπάτης νὰ περάσω τὸν ἀντίπαλόν μου ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ προξενῶν αὐτῷ ἐμπόδιον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1161· - ἐπὶ ἐκλείψεως, ἡ [[σελήνη]] ὑπ. τὸν ἥλιον Κλεομήδ. Κυκλ. Θεωρ. Μετεώρ. σ. 116, 7. ΙΙ. ἐπὶ κυνῶν, [[τρέχω]] κατόπιν ἄλλου, Ξεν. Κυνηγ. 3, 8.
|lstext='''ὑποθέω''': μέλλ. -θεύσομαι, [[ὑποτρέχω]], κρυφίως [[προσβάλλω]], ἐπιτίθεμαι, λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι [[ποτὶ]] ἐχθρόν, πρὸς δὲ τὸν ἐχθρὸν δίκην λύκου ὑποδραμοῦμαι, δηλ. ἐνεδρεύων καθάπερ [[λύκος]], Πινδ. Π. 2. 155. 2) προσπαθῶ δι’ ἀπάτης νὰ περάσω τὸν ἀντίπαλόν μου ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ προξενῶν αὐτῷ ἐμπόδιον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1161· - ἐπὶ ἐκλείψεως, ἡ [[σελήνη]] ὑπ. τὸν ἥλιον Κλεομήδ. Κυκλ. Θεωρ. Μετεώρ. σ. 116, 7. ΙΙ. ἐπὶ κυνῶν, [[τρέχω]] κατόπιν ἄλλου, Ξεν. Κυνηγ. 3, 8.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>t. d’astron.</i> courir <i>ou</i> accomplir sa course sous;<br /><b>2</b> courir insidieusement, se jeter traîtreusement sur;<br /><b>3</b> courir pour supplanter, supplanter;<br /><b>4</b> dépasser en courant, courir en avant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[θέω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater