Anonymous

ὑδρία: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1173.png Seite 1173]] ἡ, 1) Wassereimer, -kanne, -krug; Ar. Av. 602 Eccl. 678; [[χαλκῆ]], Dem. 47, 52. – 2) Todtenurne, die Gebeine darin zu sammeln, Aschenkrug; Plut. Philop. 21; Luc. Dem. enc. 29.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1173.png Seite 1173]] ἡ, 1) Wassereimer, -kanne, -krug; Ar. Av. 602 Eccl. 678; [[χαλκῆ]], Dem. 47, 52. – 2) Todtenurne, die Gebeine darin zu sammeln, Aschenkrug; Plut. Philop. 21; Luc. Dem. enc. 29.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> hydrie, <i>vase pour puiser, contenir ou verser de l'eau</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> urne pour les cendres des morts;<br /><b>2</b> urne pour voter au tribunal.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδρία''': ἡ ([[ὕδωρ]]) [[ἀγγεῖον]] πρὸς ἐναπόθεσιν ὕδατος, [[στάμνος]], [[λάγηνος]], Ἀριστοφ. Σφ. 926, Ἐκκλ. 678, Συλλ. Ἐπιγρ. 2855. 11, κλπ.· [[ἀγών]]... ὑδρίης πέρι (πρβλ. [[ἀμφορίτης]]), Ἀπολ. Ρόδ. Δ. 1767· - παροιμ., ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν, δηλ. νὰ σπάσῃ τις τὴν ὑδρίαν εἰς τὴν θύραν τῆς οἰκίας του, [[ἤτοι]] νὰ καταλίπῃ [[ἔργον]] [[ὅταν]] πλησιάζῃ νὰ τελειώσῃ. Ἀριστ. Ρητορ. 1. 6, 22. ΙΙ. [[ἀγγεῖον]] οἱονδήποτε, [[ἀγγεῖον]] οἰνηρόν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 183· [[ἀγγεῖον]] πλῆρες νομισμάτων, «πιθάρι», ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 602. 2) ἡ [[κάλπη]] τῆς ψηφοφορίας ἐν τοῖς δικαστηρίοις, Ἰσοκρ. 365C· ὑδρ. [[χαλκῆ]] Δημ. 1155. 6, πρβλ. Πλουτ. Τ. Γράκχ. 11. 3) [[κάλπη]] φέρουσα τὴν τέφραν νεκροῦ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 601 (ἴδε Σχόλ.), Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 29, Πλουτ. Φιλοπ. 21. κλπ. [ῑ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[ὅπου]] ὑπάρχει καὶ διάφ. γραφ. ὑδρείης].
|lstext='''ὑδρία''': ἡ ([[ὕδωρ]]) [[ἀγγεῖον]] πρὸς ἐναπόθεσιν ὕδατος, [[στάμνος]], [[λάγηνος]], Ἀριστοφ. Σφ. 926, Ἐκκλ. 678, Συλλ. Ἐπιγρ. 2855. 11, κλπ.· [[ἀγών]]... ὑδρίης πέρι (πρβλ. [[ἀμφορίτης]]), Ἀπολ. Ρόδ. Δ. 1767· - παροιμ., ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν, δηλ. νὰ σπάσῃ τις τὴν ὑδρίαν εἰς τὴν θύραν τῆς οἰκίας του, [[ἤτοι]] νὰ καταλίπῃ [[ἔργον]] [[ὅταν]] πλησιάζῃ νὰ τελειώσῃ. Ἀριστ. Ρητορ. 1. 6, 22. ΙΙ. [[ἀγγεῖον]] οἱονδήποτε, [[ἀγγεῖον]] οἰνηρόν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 183· [[ἀγγεῖον]] πλῆρες νομισμάτων, «πιθάρι», ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 602. 2) ἡ [[κάλπη]] τῆς ψηφοφορίας ἐν τοῖς δικαστηρίοις, Ἰσοκρ. 365C· ὑδρ. [[χαλκῆ]] Δημ. 1155. 6, πρβλ. Πλουτ. Τ. Γράκχ. 11. 3) [[κάλπη]] φέρουσα τὴν τέφραν νεκροῦ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 601 (ἴδε Σχόλ.), Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 29, Πλουτ. Φιλοπ. 21. κλπ. [ῑ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[ὅπου]] ὑπάρχει καὶ διάφ. γραφ. ὑδρείης].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> hydrie, <i>vase pour puiser, contenir ou verser de l'eau</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> urne pour les cendres des morts;<br /><b>2</b> urne pour voter au tribunal.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]].
}}
}}
{{Abbott
{{Abbott