3,274,917
edits
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1225.png Seite 1225]] (s. [[μένω]]), zurückbleiben, an seiner Stelle bleiben, stehen bleiben, Od. 10, 232. 258; Soph. O. R. 1323; im Lande bleiben, Her. 7, 209; auch am Leben bleiben, 4, 149; – stehen bleiben, um einen feindlichen Angriff abzuwarten und zurückzuschlagen, Stand halten, sowohl absolut, Ἀργεῖοι δ' ὑπέμειναν ἀολλέες Il. 5, 498, Her. 6, 96. 9, 23, als c. accus., den Angriff, den Feind erwarten, ὁ δ' οὐχ ὑπέμεινεν ἐρωὴν Πηνελέοιο Il. 14, 488, οὐδ' ὑπέμειναν Πάτροκλον 16, 814, vgl. 17, 25. 175; eben so Her. 7, 120; Thuc. oft; οἷα ἐπιόντα ὑπέμειναν [[κατά]] γε γῆν καὶ κατὰ θάλατταν Plat. Menex. 241 a; ἀνδρικῶς ὑπομεῖναι, im Ggstz von ἀνάνδρως φεύγειν, Theaet. 177 b; πῶς τὸ σὸν [[ἔγχος]] ἂν δύναιτο ὑπομεῖναι; Eur. Rhes. 463; Xen. Cyr. 7, 1,30 An. 6, 3,26; – auch = abwarten, τὴν ἑορτήν Thuc. 5, 50; – übh. ausharren, ausdauern, καὶ καρτερεῖν Plat. Lach. 193 b, vgl. Gorg. 507 b; und wie τλῆναι, über sich gewinnen, wagen, c. int., οὐδ' ὑπέμεινε γνώμεναι, er wartete nicht ab, daß man ihn kennen lerne, Od. 1, 410; c. partic., ὑπομενέουσι χεῖρας ἐμοὶ ἀνταειρόμενοι, sie werden sich erdreisten, die Hände gegen mich zu erheben, Her. 7, 101; vgl. Jac. Ach. Tat. 660; – ertragen, erdulden, sich gefallen lassen, ὑπομένον καὶ δεξάμενον τὴν σμικρότητα Plat. Phaed. 102 e; auch ἀλγηδόνα, Gorg. 478 c; δούλειον [[ζυγόν]] Legg. VI, 770 e; τὴν πολιορκίαν Pol. 1, 24, 11, u. ä. oft; τοὺς νόμους Dem. 24, 135; ἀπειλάς 21, 3; φωνήν Aesch. 2, 1; κρίσιν Lys. 13, 63; Ggstz von [[ἀκολουθέω]], Isocr. 4, 35; ἀγῶνας 4, 52; τὰς δωρεὰς οὐχ ὑπέμειναν, sie ließen sich die Geschenke nicht gefallen, verschmähten sie, 4, 94. – Auch erwarten, ὅσα ἡμᾶς ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ ὑπέμενεν Plat. Phaedr. 250 c; Xen. An. 4, 1,21; ἡ [[κόλασις]] ὑπομένει αὐτόν Pol. 1, 81, 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1225.png Seite 1225]] (s. [[μένω]]), zurückbleiben, an seiner Stelle bleiben, stehen bleiben, Od. 10, 232. 258; Soph. O. R. 1323; im Lande bleiben, Her. 7, 209; auch am Leben bleiben, 4, 149; – stehen bleiben, um einen feindlichen Angriff abzuwarten und zurückzuschlagen, Stand halten, sowohl absolut, Ἀργεῖοι δ' ὑπέμειναν ἀολλέες Il. 5, 498, Her. 6, 96. 9, 23, als c. accus., den Angriff, den Feind erwarten, ὁ δ' οὐχ ὑπέμεινεν ἐρωὴν Πηνελέοιο Il. 14, 488, οὐδ' ὑπέμειναν Πάτροκλον 16, 814, vgl. 17, 25. 175; eben so Her. 7, 120; Thuc. oft; οἷα ἐπιόντα ὑπέμειναν [[κατά]] γε γῆν καὶ κατὰ θάλατταν Plat. Menex. 241 a; ἀνδρικῶς ὑπομεῖναι, im Ggstz von ἀνάνδρως φεύγειν, Theaet. 177 b; πῶς τὸ σὸν [[ἔγχος]] ἂν δύναιτο ὑπομεῖναι; Eur. Rhes. 463; Xen. Cyr. 7, 1,30 An. 6, 3,26; – auch = abwarten, τὴν ἑορτήν Thuc. 5, 50; – übh. ausharren, ausdauern, καὶ καρτερεῖν Plat. Lach. 193 b, vgl. Gorg. 507 b; und wie τλῆναι, über sich gewinnen, wagen, c. int., οὐδ' ὑπέμεινε γνώμεναι, er wartete nicht ab, daß man ihn kennen lerne, Od. 1, 410; c. partic., ὑπομενέουσι χεῖρας ἐμοὶ ἀνταειρόμενοι, sie werden sich erdreisten, die Hände gegen mich zu erheben, Her. 7, 101; vgl. Jac. Ach. Tat. 660; – ertragen, erdulden, sich gefallen lassen, ὑπομένον καὶ δεξάμενον τὴν σμικρότητα Plat. Phaed. 102 e; auch ἀλγηδόνα, Gorg. 478 c; δούλειον [[ζυγόν]] Legg. VI, 770 e; τὴν πολιορκίαν Pol. 1, 24, 11, u. ä. oft; τοὺς νόμους Dem. 24, 135; ἀπειλάς 21, 3; φωνήν Aesch. 2, 1; κρίσιν Lys. 13, 63; Ggstz von [[ἀκολουθέω]], Isocr. 4, 35; ἀγῶνας 4, 52; τὰς δωρεὰς οὐχ ὑπέμειναν, sie ließen sich die Geschenke nicht gefallen, verschmähten sie, 4, 94. – Auch erwarten, ὅσα ἡμᾶς ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ ὑπέμενεν Plat. Phaedr. 250 c; Xen. An. 4, 1,21; ἡ [[κόλασις]] ὑπομένει αὐτόν Pol. 1, 81, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ὑπομενῶ, <i>ao.</i> ὑπέμεινα, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> rester en arrière : [[οἱ]] ὑπομένοντες THC ceux qui étaient restés dans l'intérieur du pays;<br /><b>2</b> rester là, demeurer, séjourner;<br /><b>3</b> vivre;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> attendre : τινα qqn ; avec l'inf. : οὐδ’ ὑπέμεινε γνώμεναι OD il n’attendit pas qu’on apprît à le connaître ; <i>avec un suj. de chose et le rég. à l'acc.</i> attendre, être réservé à;<br /><b>2</b> attendre de pied ferme, soutenir le choc de, acc. ; <i>en parl. d’animaux</i> laisser s'approcher de soi, n’être pas farouche <i>ou</i> craintif;<br /><b>3</b> supporter, endurer, acc. ; [[τὰς]] δωρεὰς [[οὐχ]] ὑπέμειναν ISOCR ils n’acceptèrent pas les présents, il les dédaignèrent ; avec un gén. : φιλοῦντος ὑπομεῖναι ÉL consentir à ce que qqn embrasse;<br /><b>4</b> prendre sur soi, se charger de, entreprendre ; avec un part. : [[εἰ]] ὑπομενέουσι χεῖρας ἐμοὶ ἀνταειρόμενοι HDT s'ils osent lever les mains contre moi, <i>càd</i> me résister.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[μένω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπομένω''': μέλλ. -μενῶ, [[μένω]] [[ὀπίσω]], Ὀδ. Κ. 232, 258, Θουκ. 5. 14, Πλάτ., κλπ.· ἐν δὲ τῇ Σπάρτῃ τοῦτον τὸν χρόνον ὑπομένων Δημάρατος Ἡρόδοτ. 6. 51· τὸ ὑπομένον ἐν Σπάρτῃ 7. 209 [[ὡσαύτως]], [[μένω]] ἐν τῇ ζωῇ, [[διαμένω]] ζῶν, ὁ αὐτ. 4. 149· -[[καθόλου]], εἶμαι [[διαρκής]], [[αἰώνιος]], Ἀριστ. Κατηγ. 6. 8. ΙΙ. μεταβ., 1) μετ’ αἰτ. προσ., [[περιμένω]] τινά, - [[μάλιστα]] δὲ [[περιμένω]] τὴν ἐπίθεσίν τινος, ἐκδέχομαί τινα, δὲν [[ἀποφεύγω]] τὴν παρουσίαν τινός, Ἰλ. Ξ. 488, Π. 814, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]], Ἡρόδ. 3. 9., 4. 3, κ. ἀλλ.· καὶ Ἀττ., τὰς δέ γε Σειρῆνας... πάντας φασὶν ὑπομένειν καὶ ἀκούοντας αὐτῶν κηλεῖσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 31· ἐπὶ ποινῶν, ὅσα ἡμᾶς ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ ὑπ. Πλάτ. Φαῖδρ. 250C, πρβλ. Πολύβ. 1. 81, 3. 2) μετ’ αἰτ. πράγματ., [[ὑπομένω]] μεθ’ ὑπομονῆς, [[ὑποκύπτω]] εἰς οἱονδήποτε κακόν, ὑποτάσσομαι χωρὶς ἀντιλογίας, [[ὑπομένω]], δουλείαν (-ηίην) Ἡρόδ. 6. 12, Θουκ. 1. 8· πόνον Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 2· ἀλγηδόνα Πλάτ. Γοργ. 478C· αἰσχρόν τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 28C· τοῦτον τὸν λόγον ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 298D· δούλειον ζυγὸν ὁ αὐτ. ἐν Νομ. 770Ε· κινδύνους Ἰσοκρ. 130D· τοὺς ἄλλους λόγους ὁ αὐτ. 172C· ἀπειλὰς Δημ. 516. 17· τὰς δωρεὰς οὐχ ὑπέμειναν, περιεφρόνησαν, δὲν ἐδέχθησαν αὐτάς, Ἰσοκρ. 60Β· - ὑπ. τὴν κρίσιν, περιμένειν τὴν δίκην, Αἰσχίν 29. 4, πρβλ. Ἀνδοκ 16. 10, Λυσί. 158. 26· - [[καθόλου]], [[περιμένω]] τι, τὴν ἑορτὴν Θουκ. 5. 50· - ὑπ. ὄλβον, κρατῶ, διακρατῶ, τηρῶ, Πινδ. Π. 2. 48. 3) ἀπολ., [[μένω]] ἐν τῷ τόπῳ μου, [[μένω]] [[σταθερός]], διατηρῶ τὴν θέσιν μου, [[μένω]] [[στερεός]], [[ἀμετακίνητος]], Ἰλ. Ε. 498, Ο 312, Ἡρόδ. 6. 96· [[οὕτως]], ἐς ἀλκὴν ὑπ. Θουκ. 3. 108· ἐς χεῖρας ὁ αὐτ. 5. 72· ἀνδρικῶς ὑπ. Πλάτ. Θεαίτ. 117Β· ὑπομένων καρτερεῖν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 507Β· ὑπ. καὶ καρτερεῖν ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 193Β. 4) μετ’ ἀπαρ., [[ὑπομένω]] ἢ τολμῶ νὰ πράξω τι, [[περιμένω]] νὰ πράξω τι, [[ἐμμένω]] ἐν τῇ πράξει, ὡς τὸ Λατ. poste, sustinere, οὐδ’ ὑπέμεινε γνώμεναι, οὐδ’ ἀνέμεινε νὰ γνωρίσωμεν, Ὀδ. Α. 410· ὑπ. πονεῖν, ὑπέκυψεν εἰς τὸν κόπον, εἰς τὴν ἐργασίαν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5, πρβλ. 2. 7, 11, Πλάτ. Νόμ. 869C, Δημ. 296. 6, κλπ. 5) οὕτω μετὰ μετοχ. ἀναφερομένης εἰς τὸ ὑποκείμενον, εἰ ὑπομενέουσι χεῖρας ἐμοὶ ἀνταειρόμενοι, ἐὰν τολμήσωσι νὰ ἐγείρωσι χεῖρας [[ἐναντίον]] μου, Ἡρόδ. 7 101, πρβλ. 209· ὑπομένεις με κηδεύων, ἐπιμένεις νά..., Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1323· οὐχ ὑπομένει ὠφελούμενος, δὲν συγκατανεύει νὰ ὠφεληθῇ, Πλάτ. Γοργ. 505C· [[μένω]] ἐν τῇ θέσει μου, πολύποδες οὕτω μὲν προέχονται [[ὥστε]] μὴ ἀποσπᾶσθαι ἀλλ’ ὑπομένειν τεμνόμενοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 28, κλπ. 6) μετὰ μετοχ. ἀναφερομένης εἰς τὸ ἀντικείμενον, ὑπ. Ξέρξεα ἐπιόντα, περιμένειν τὴν ἐπίθεσιν [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 7. 120, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 104C, Μενέξ. 251Α· οὐχ ὑπ. χωριζόμενον τὸ [[βρέφος]], δὲν ἠδύνατο νὰ ὑπομείνῃ τὸν χωρισμὸν τοῦ βρέφους, Φύλαρχος παρ’ Ἀθην. 606F· οὕτω μετὰ γεν. μετοχ., φιλοῦντος ὑπ., ὑποχωρῶ εἰς τὸ φίλημά του, [[δέχομαι]] νὰ μὲ φιλήσῃ, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 1. 7) ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ 5. 54, ὑπ. τῇ Ἀντωνίου γνώμῃ, [[εἶναι]] πιθαν. ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ ἐπιμεμενηκώς. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[περιμένω]] τινά, [[μένω]] τεταμιευμένον δι’ αὐτόν, ὅσα ἡμᾶς ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ ὑπέμενεν Πλάτ. Φαῖδρ. 250C. | |lstext='''ὑπομένω''': μέλλ. -μενῶ, [[μένω]] [[ὀπίσω]], Ὀδ. Κ. 232, 258, Θουκ. 5. 14, Πλάτ., κλπ.· ἐν δὲ τῇ Σπάρτῃ τοῦτον τὸν χρόνον ὑπομένων Δημάρατος Ἡρόδοτ. 6. 51· τὸ ὑπομένον ἐν Σπάρτῃ 7. 209 [[ὡσαύτως]], [[μένω]] ἐν τῇ ζωῇ, [[διαμένω]] ζῶν, ὁ αὐτ. 4. 149· -[[καθόλου]], εἶμαι [[διαρκής]], [[αἰώνιος]], Ἀριστ. Κατηγ. 6. 8. ΙΙ. μεταβ., 1) μετ’ αἰτ. προσ., [[περιμένω]] τινά, - [[μάλιστα]] δὲ [[περιμένω]] τὴν ἐπίθεσίν τινος, ἐκδέχομαί τινα, δὲν [[ἀποφεύγω]] τὴν παρουσίαν τινός, Ἰλ. Ξ. 488, Π. 814, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]], Ἡρόδ. 3. 9., 4. 3, κ. ἀλλ.· καὶ Ἀττ., τὰς δέ γε Σειρῆνας... πάντας φασὶν ὑπομένειν καὶ ἀκούοντας αὐτῶν κηλεῖσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 31· ἐπὶ ποινῶν, ὅσα ἡμᾶς ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ ὑπ. Πλάτ. Φαῖδρ. 250C, πρβλ. Πολύβ. 1. 81, 3. 2) μετ’ αἰτ. πράγματ., [[ὑπομένω]] μεθ’ ὑπομονῆς, [[ὑποκύπτω]] εἰς οἱονδήποτε κακόν, ὑποτάσσομαι χωρὶς ἀντιλογίας, [[ὑπομένω]], δουλείαν (-ηίην) Ἡρόδ. 6. 12, Θουκ. 1. 8· πόνον Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 2· ἀλγηδόνα Πλάτ. Γοργ. 478C· αἰσχρόν τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 28C· τοῦτον τὸν λόγον ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 298D· δούλειον ζυγὸν ὁ αὐτ. ἐν Νομ. 770Ε· κινδύνους Ἰσοκρ. 130D· τοὺς ἄλλους λόγους ὁ αὐτ. 172C· ἀπειλὰς Δημ. 516. 17· τὰς δωρεὰς οὐχ ὑπέμειναν, περιεφρόνησαν, δὲν ἐδέχθησαν αὐτάς, Ἰσοκρ. 60Β· - ὑπ. τὴν κρίσιν, περιμένειν τὴν δίκην, Αἰσχίν 29. 4, πρβλ. Ἀνδοκ 16. 10, Λυσί. 158. 26· - [[καθόλου]], [[περιμένω]] τι, τὴν ἑορτὴν Θουκ. 5. 50· - ὑπ. ὄλβον, κρατῶ, διακρατῶ, τηρῶ, Πινδ. Π. 2. 48. 3) ἀπολ., [[μένω]] ἐν τῷ τόπῳ μου, [[μένω]] [[σταθερός]], διατηρῶ τὴν θέσιν μου, [[μένω]] [[στερεός]], [[ἀμετακίνητος]], Ἰλ. Ε. 498, Ο 312, Ἡρόδ. 6. 96· [[οὕτως]], ἐς ἀλκὴν ὑπ. Θουκ. 3. 108· ἐς χεῖρας ὁ αὐτ. 5. 72· ἀνδρικῶς ὑπ. Πλάτ. Θεαίτ. 117Β· ὑπομένων καρτερεῖν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 507Β· ὑπ. καὶ καρτερεῖν ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 193Β. 4) μετ’ ἀπαρ., [[ὑπομένω]] ἢ τολμῶ νὰ πράξω τι, [[περιμένω]] νὰ πράξω τι, [[ἐμμένω]] ἐν τῇ πράξει, ὡς τὸ Λατ. poste, sustinere, οὐδ’ ὑπέμεινε γνώμεναι, οὐδ’ ἀνέμεινε νὰ γνωρίσωμεν, Ὀδ. Α. 410· ὑπ. πονεῖν, ὑπέκυψεν εἰς τὸν κόπον, εἰς τὴν ἐργασίαν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5, πρβλ. 2. 7, 11, Πλάτ. Νόμ. 869C, Δημ. 296. 6, κλπ. 5) οὕτω μετὰ μετοχ. ἀναφερομένης εἰς τὸ ὑποκείμενον, εἰ ὑπομενέουσι χεῖρας ἐμοὶ ἀνταειρόμενοι, ἐὰν τολμήσωσι νὰ ἐγείρωσι χεῖρας [[ἐναντίον]] μου, Ἡρόδ. 7 101, πρβλ. 209· ὑπομένεις με κηδεύων, ἐπιμένεις νά..., Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1323· οὐχ ὑπομένει ὠφελούμενος, δὲν συγκατανεύει νὰ ὠφεληθῇ, Πλάτ. Γοργ. 505C· [[μένω]] ἐν τῇ θέσει μου, πολύποδες οὕτω μὲν προέχονται [[ὥστε]] μὴ ἀποσπᾶσθαι ἀλλ’ ὑπομένειν τεμνόμενοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 28, κλπ. 6) μετὰ μετοχ. ἀναφερομένης εἰς τὸ ἀντικείμενον, ὑπ. Ξέρξεα ἐπιόντα, περιμένειν τὴν ἐπίθεσιν [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 7. 120, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 104C, Μενέξ. 251Α· οὐχ ὑπ. χωριζόμενον τὸ [[βρέφος]], δὲν ἠδύνατο νὰ ὑπομείνῃ τὸν χωρισμὸν τοῦ βρέφους, Φύλαρχος παρ’ Ἀθην. 606F· οὕτω μετὰ γεν. μετοχ., φιλοῦντος ὑπ., ὑποχωρῶ εἰς τὸ φίλημά του, [[δέχομαι]] νὰ μὲ φιλήσῃ, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 1. 7) ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ 5. 54, ὑπ. τῇ Ἀντωνίου γνώμῃ, [[εἶναι]] πιθαν. ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ ἐπιμεμενηκώς. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[περιμένω]] τινά, [[μένω]] τεταμιευμένον δι’ αὐτόν, ὅσα ἡμᾶς ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ ὑπέμενεν Πλάτ. Φαῖδρ. 250C. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |