Anonymous

ὑπουργός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1238.png Seite 1238]] zsgz. = [[ὑποεργός]], bei einer Arbeit Dienste od. Hülfe leistend, behülflich, Xen. An. 5, 8,15; τινός, Pol. 5, 89, 3; auch dienstfertig, gefällig. – Substantivisch, der Diener, Pol. 30, 8,4, neben [[ὑπηρέτης]] Luc. Alex. 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1238.png Seite 1238]] zsgz. = [[ὑποεργός]], bei einer Arbeit Dienste od. Hülfe leistend, behülflich, Xen. An. 5, 8,15; τινός, Pol. 5, 89, 3; auch dienstfertig, gefällig. – Substantivisch, der Diener, Pol. 30, 8,4, neben [[ὑπηρέτης]] Luc. Alex. 5.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui aide, qui assiste, qui rend service, secourable à, dat. <i>ou</i> gén. ; ὁ [[ὑπουργός]] serviteur : τινος de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπουργός''': -όν, συνῃρ. ἀντὶ ὑποεργὸς (ὅ ἴδε), ὁ ὑπηρετῶν τινι, [[χρήσιμος]], βοηθός, [[βοηθητικός]], συντελεστικὸς [[πρός]] τι, τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ τε ἀποπήγνυσθαι τὸ [[αἷμα]] καὶ τῷ ἀποσήπεσθαι τοὺς τῶν ποδών δακτύλους Ξεν. Ἀναβ. 5. 8, 15· μετὰ γεν. πράγμ., Πολύβ. 5. 89, 3· - οἱ ὑπουργοί, οἱ θεράποντες, οἱ ὑπηρέται, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· ὑπ. τινος, [[ὑπηρέτης]] εἴς τινα, Πολύβ. 30. 8, 4. - Ἐπίρρ. -γῶς, Ἀρισταίν. 1. 3.
|lstext='''ὑπουργός''': -όν, συνῃρ. ἀντὶ ὑποεργὸς (ὅ ἴδε), ὁ ὑπηρετῶν τινι, [[χρήσιμος]], βοηθός, [[βοηθητικός]], συντελεστικὸς [[πρός]] τι, τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ τε ἀποπήγνυσθαι τὸ [[αἷμα]] καὶ τῷ ἀποσήπεσθαι τοὺς τῶν ποδών δακτύλους Ξεν. Ἀναβ. 5. 8, 15· μετὰ γεν. πράγμ., Πολύβ. 5. 89, 3· - οἱ ὑπουργοί, οἱ θεράποντες, οἱ ὑπηρέται, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· ὑπ. τινος, [[ὑπηρέτης]] εἴς τινα, Πολύβ. 30. 8, 4. - Ἐπίρρ. -γῶς, Ἀρισταίν. 1. 3.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui aide, qui assiste, qui rend service, secourable à, dat. <i>ou</i> gén. ; ὁ [[ὑπουργός]] serviteur : τινος de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{grml
{{grml