Anonymous

ὑπόγυιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1213.png Seite 1213]] auch [[ὑπόγυος]], 1) unter Händen, zur Hand, bereit; τὸ ὑπογυιότατον, das nächstliegende Mittel, πρὸς αὐτάρκειαν Arist. pol. 6, 8. – 2) was eben aus den Händen kommt, neu, frisch; ἐξ ὑπογυίου, von der Faust weg, aus dem Stegereif, sogleich, wie ὑπὸ χεῖρα, Plat. Menex. 235 c; Xen. Cyr. 6, 1, 43; τῶν χρόνων ὑπογύων ὄντων Dem. 28, 17; Sp., wie Luc. amor. 5; ἐξ ὑπογυίου γίγνεται ἡ [[παρασκευή]] Isocr. 4, 13, wie κρίσεις γίγνονται Arist. rhet. 1, 1. Aehnl. [[ἤδη]] ὑπογυίου μοι τῆς τελευτῆς τοῦ βίου οὔσης Isocr. 15, 4, da es mir nahe bevorsteht; ὑπόγυιον καὶ οὐ πρὸς ἀκρίβειαν S. Emp. adv. astrol. 63. Auch adv. ὑπογυίως u. ὑπογύως, auch ὑπόγυιον u. ὑπόγυον, neulich, kürzlich, ὑπογυιότερον, vor kurzer Zeit, Her.; τῷ ὑπογυιότερ' εἶναι τοῖς χρόνοις Dem. 60, 9; ὑπογυιότατα, ganz neulich, Dem. 12, 12 (ep. Phil.).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1213.png Seite 1213]] auch [[ὑπόγυος]], 1) unter Händen, zur Hand, bereit; τὸ ὑπογυιότατον, das nächstliegende Mittel, πρὸς αὐτάρκειαν Arist. pol. 6, 8. – 2) was eben aus den Händen kommt, neu, frisch; ἐξ ὑπογυίου, von der Faust weg, aus dem Stegereif, sogleich, wie ὑπὸ χεῖρα, Plat. Menex. 235 c; Xen. Cyr. 6, 1, 43; τῶν χρόνων ὑπογύων ὄντων Dem. 28, 17; Sp., wie Luc. amor. 5; ἐξ ὑπογυίου γίγνεται ἡ [[παρασκευή]] Isocr. 4, 13, wie κρίσεις γίγνονται Arist. rhet. 1, 1. Aehnl. [[ἤδη]] ὑπογυίου μοι τῆς τελευτῆς τοῦ βίου οὔσης Isocr. 15, 4, da es mir nahe bevorsteht; ὑπόγυιον καὶ οὐ πρὸς ἀκρίβειαν S. Emp. adv. astrol. 63. Auch adv. ὑπογυίως u. ὑπογύως, auch ὑπόγυιον u. ὑπόγυον, neulich, kürzlich, ὑπογυιότερον, vor kurzer Zeit, Her.; τῷ ὑπογυιότερ' εἶναι τοῖς χρόνοις Dem. 60, 9; ὑπογυιότατα, ganz neulich, Dem. 12, 12 (ep. Phil.).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ὑπόγυος]];<br /><i>Cp.</i> ὑπογυιότερος, <i>Sp.</i> ὑπογυιότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[γυῖον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόγυιος''': ἢ (ἴδε ἐν τέλ.) [[ὑπόγυος]], ον. [[προσδόκιμος]], ἐγγύς, ὑπ. μοι τῆς τοῦ βίου τελευτῆς οὔσης Ἰσοκρ. 310D˙Ϗ ὑπόγυον, ἐν χρήσει ἀπολ., ὁ πλησίον τοῦ τέλους, πλησίον τοῦ θανάτου, Ἱππ. 1225C, Ε. F˙ εἴ τινων ὑπ. ἡ [[ἀφαίρεσις]] τῶν καρπῶν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 10˙ τοῦτ’ ἐστιν ὑπογυιότατον πρὸς αὐτάρκειαν, προχειρότατον [[μέσον]], Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 3˙ ὑπογύου οὔσης τῆς ἑορτῆς, [[ἐγγὺς]] οὔσης, Ἀριστ. Οἰκον. 2, 7˙ τῶν χρόνων ὑπ. ὄντων Δημ. 841. 6. ΙΙ. [[μόλις]] ἐξελθὼν ἐκ τῶν χειρῶν τινος, [[πρόσφατος]], [[νέος]], Λατ. recens, ὁ [[πόλεμος]] ὁ ὑπογυιότατος Ἰσοκρ. 299Ε˙ ὑπογυιοτέροις παραδείγμασι χρῆσθαι Δημ. 1415. 5˙ τὰ ὑπογυιότατα δεινὰ πεπονθέναι Φίλιππ. [[αὐτόθι]] 162. 1˙ ὑπογυιότερα τοῖς χρόνοις Δημ. 1391. 21. ὑπόγυιόν ἐστι ἐξ οὖ..., [[εἶναι]] πολύ [[ὀλίγος]] [[χρόνος]] ἀφ’ ὅτου..., Ἰσοκρ. 376Ε˙ ἐν τοῖς ὑπ. λόγοις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τοῖς ἄνω, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 7, 3˙ - Ἐπίρρ. ὑπογυίως ἢ -γύως, πρὸ μικροῦ, [[ἀρτίως]], Ἀθην. 206D˙Ϗ τὸ ὑπογυιότατον Ἰσοκρ. 207Ε. ΙΙΙ. [[αἰφνίδιος]], ὅσα θάνατον ἐπιφέρει ὑπόγυια [[ὄντα]] Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 6, 10˙ - ἐξ ὑπογύου, [[παραχρῆμα]], εἰς τὴν στιγμὴν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6. 1, 43, Πλάτ. Μενέξ. 235C, Ἰσοκρ. 43C˙Ϗ ἐξ ὑπ. γίγνεσθαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐκ πολλοῦ χρόνου σκέψασθαι, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 7, κλπ.˙ ὡς τὸ ἐκ χειρός. πρβλ. χεὶρ ΙΙ. 6, Ε. 2) ἐπὶ προσώπων, ὑπ. τῇ ὀργῇ, κατὰ τὴν πρώτην ἔκρηξιν τῆς ὀργῆς, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 13. - Οἱ τύποι ὑπόγυιος καὶ -γυος συνεχῶς ποικίλλονται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἐπὶ τοσοῦτον [[ὥστε]] ἀπαντῶσι καὶ οἱ ἡμαρτημένοι τύποι τοῦ συγκρ. ὑπογυιώτερος -ώτατος. και ὑπογυότερος -ότατος˙ ὁ L. Dind ἐν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6. 1, 43, προτείνει νὰ γράφηται ἁπανταχοῦ [[ὑπόγυος]], κατ’ ἀναλογίαν τοῦ [[ἀμφίγυος]] (ὃ ἴδε), καὶ [[ἔγγυος]]. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 60 καὶ σημ. Κοραῆ εἰς Ἰσοκρ. τ. 2, σ. 226.
|lstext='''ὑπόγυιος''': ἢ (ἴδε ἐν τέλ.) [[ὑπόγυος]], ον. [[προσδόκιμος]], ἐγγύς, ὑπ. μοι τῆς τοῦ βίου τελευτῆς οὔσης Ἰσοκρ. 310D˙Ϗ ὑπόγυον, ἐν χρήσει ἀπολ., ὁ πλησίον τοῦ τέλους, πλησίον τοῦ θανάτου, Ἱππ. 1225C, Ε. F˙ εἴ τινων ὑπ. ἡ [[ἀφαίρεσις]] τῶν καρπῶν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 10˙ τοῦτ’ ἐστιν ὑπογυιότατον πρὸς αὐτάρκειαν, προχειρότατον [[μέσον]], Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 3˙ ὑπογύου οὔσης τῆς ἑορτῆς, [[ἐγγὺς]] οὔσης, Ἀριστ. Οἰκον. 2, 7˙ τῶν χρόνων ὑπ. ὄντων Δημ. 841. 6. ΙΙ. [[μόλις]] ἐξελθὼν ἐκ τῶν χειρῶν τινος, [[πρόσφατος]], [[νέος]], Λατ. recens, ὁ [[πόλεμος]] ὁ ὑπογυιότατος Ἰσοκρ. 299Ε˙ ὑπογυιοτέροις παραδείγμασι χρῆσθαι Δημ. 1415. 5˙ τὰ ὑπογυιότατα δεινὰ πεπονθέναι Φίλιππ. [[αὐτόθι]] 162. 1˙ ὑπογυιότερα τοῖς χρόνοις Δημ. 1391. 21. ὑπόγυιόν ἐστι ἐξ οὖ..., [[εἶναι]] πολύ [[ὀλίγος]] [[χρόνος]] ἀφ’ ὅτου..., Ἰσοκρ. 376Ε˙ ἐν τοῖς ὑπ. λόγοις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τοῖς ἄνω, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 7, 3˙ - Ἐπίρρ. ὑπογυίως ἢ -γύως, πρὸ μικροῦ, [[ἀρτίως]], Ἀθην. 206D˙Ϗ τὸ ὑπογυιότατον Ἰσοκρ. 207Ε. ΙΙΙ. [[αἰφνίδιος]], ὅσα θάνατον ἐπιφέρει ὑπόγυια [[ὄντα]] Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 6, 10˙ - ἐξ ὑπογύου, [[παραχρῆμα]], εἰς τὴν στιγμὴν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6. 1, 43, Πλάτ. Μενέξ. 235C, Ἰσοκρ. 43C˙Ϗ ἐξ ὑπ. γίγνεσθαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐκ πολλοῦ χρόνου σκέψασθαι, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 7, κλπ.˙ ὡς τὸ ἐκ χειρός. πρβλ. χεὶρ ΙΙ. 6, Ε. 2) ἐπὶ προσώπων, ὑπ. τῇ ὀργῇ, κατὰ τὴν πρώτην ἔκρηξιν τῆς ὀργῆς, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 13. - Οἱ τύποι ὑπόγυιος καὶ -γυος συνεχῶς ποικίλλονται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἐπὶ τοσοῦτον [[ὥστε]] ἀπαντῶσι καὶ οἱ ἡμαρτημένοι τύποι τοῦ συγκρ. ὑπογυιώτερος -ώτατος. και ὑπογυότερος -ότατος˙ ὁ L. Dind ἐν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6. 1, 43, προτείνει νὰ γράφηται ἁπανταχοῦ [[ὑπόγυος]], κατ’ ἀναλογίαν τοῦ [[ἀμφίγυος]] (ὃ ἴδε), καὶ [[ἔγγυος]]. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 60 καὶ σημ. Κοραῆ εἰς Ἰσοκρ. τ. 2, σ. 226.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ὑπόγυος]];<br /><i>Cp.</i> ὑπογυιότερος, <i>Sp.</i> ὑπογυιότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[γυῖον]].
}}
}}
{{grml
{{grml