3,277,243
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1236.png Seite 1236]] τό, eine herbe od. scharfe Brühe von allerlei zusammengeriebenen Kräutern u. Gewürzen; Hippocr.; Poll. 6, 71; Ath. III, 133 c; dah. sprichwörtlich [[ὑπότριμμα]] βλέπειν, barsch aussehen, als hätte man Senf oder Meerrettig gegessen, Ar. Eccl. 291. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1236.png Seite 1236]] τό, eine herbe od. scharfe Brühe von allerlei zusammengeriebenen Kräutern u. Gewürzen; Hippocr.; Poll. 6, 71; Ath. III, 133 c; dah. sprichwörtlich [[ὑπότριμμα]] βλέπειν, barsch aussehen, als hätte man Senf oder Meerrettig gegessen, Ar. Eccl. 291. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />jus d’herbes pilées d’une saveur âcre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τρίβω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπότριμμα''': τό, [[ἔδεσμα]] παρεσκευασμένον ἐκ πολλῶν πραγμάτων κοπανισμένων καὶ συναναμεμιγμένων, Λατ. moretum, Ἱππ. 361. 50., 373. 20, πρβλ. [[ὑποτρίβω]] 1. 2. ― Α. τὸν γαλεόν; ― Β. ἐν ὑποτρίμματι ζέσαι Ἀντιφάνης ἐν «Φιλώτιδι» 1, πρβλ. Νικόστρατ. ἐν «Ἅβρᾳ» 1, 3· ἡ [[γεῦσις]] [[αὐτοῦ]] συνήθως ἦν δριμέως ὀξίνη ἢ καυστική, [[ὅθεν]] ἡ [[παροιμία]], [[ὑπότριμμα]] βλέπων, βλέπων δριμύ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 291· ― τὰ τοιαῦτα ἐδέσματα παρασκευαζόμενα μετὰ χλωρῶν λαχάνων (ὑποτρίμματα χλωρὰ) ἐκαλοῦντο καὶ φυλλάδες, Πολυδ. ϛʹ, 71. Πρβλ. [[ὑπόσφαγμα]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὑπότριμμα]]· ἐκ φοίνικος καὶ μέλιτος καὶ κυμίνου καὶ ἄλλων τινῶν ἀρτυμάτων [[ἔργον]]». | |lstext='''ὑπότριμμα''': τό, [[ἔδεσμα]] παρεσκευασμένον ἐκ πολλῶν πραγμάτων κοπανισμένων καὶ συναναμεμιγμένων, Λατ. moretum, Ἱππ. 361. 50., 373. 20, πρβλ. [[ὑποτρίβω]] 1. 2. ― Α. τὸν γαλεόν; ― Β. ἐν ὑποτρίμματι ζέσαι Ἀντιφάνης ἐν «Φιλώτιδι» 1, πρβλ. Νικόστρατ. ἐν «Ἅβρᾳ» 1, 3· ἡ [[γεῦσις]] [[αὐτοῦ]] συνήθως ἦν δριμέως ὀξίνη ἢ καυστική, [[ὅθεν]] ἡ [[παροιμία]], [[ὑπότριμμα]] βλέπων, βλέπων δριμύ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 291· ― τὰ τοιαῦτα ἐδέσματα παρασκευαζόμενα μετὰ χλωρῶν λαχάνων (ὑποτρίμματα χλωρὰ) ἐκαλοῦντο καὶ φυλλάδες, Πολυδ. ϛʹ, 71. Πρβλ. [[ὑπόσφαγμα]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὑπότριμμα]]· ἐκ φοίνικος καὶ μέλιτος καὶ κυμίνου καὶ ἄλλων τινῶν ἀρτυμάτων [[ἔργον]]». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |