3,274,216
edits
m (Text replacement - "d’o" to "d'o") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=u(stere/w | |Beta Code=u(stere/w | ||
|Definition=fut.<br><span class="bld">A</span> ὑστερήσω LXXPs.83(84).12, al.: aor. ὑστέρησα (freq. with [[varia lectio|v.l.]] ὑστέρισα) Hdt.1.70, etc.: pf. ὑστέρηκα D.S.15.47, Ep.Hebr.4.1: plpf. ὑστερήκειν Th.3.31:—Pass., aor. ὑστερήθην 2 Ep.Cor.11.9, J.AJ15.6.7: ([[ὕστερος]]):—to [[be behind]] or [[be later]], [[come late]], opp. [[προτερέω]] or [[φθάνω]], ὑστέρησαν οἱ ἄγοντες Hdt.1.70, cf. E.Ph.976, X.HG 5.1.3, Pl.Grg.447a: c. dat. modi, ὑ. τῇ διώξει Th.1.134; τῇ βοηθείᾳ D.59.3: simply, [[occur later]], of [[thunder]] after [[lightning]], Epicur.Ep.2p.46U.<br><span class="bld">II</span> c. gen. rei, [[come later than]], [[come too late for]], [[ὑστέρησαν]] ([[varia lectio|v.l.]] [[ὑστέρισαν]]) ἡμέρῃ μιῇ τῆς συγκειμένης came one day [[after]] the [[appoint]]ed day, Hdt.6.89; ὑ. τῆς μάχης ἡμέραις (sic leg. cum cod.C''1'', pro ἡμέρας) πέντε came too [[late]] [[for]] the [[battle]] by [[five]] [[day]]s, X.An.1.7.12; ὑστερήσαντες οὐ πολλῷ Th.8.44; ὑ. δείπνου Amphis 39; ἐπειδὴ τῆς Μυτιλήνης ὑστερήκει had [[come]] too [[late]] to [[save]] [[Mytilene]], Th.3.31; ὑ. τῆς πατρίδος [[fail to assist]] it, X.Ages.2.1; τῶν λέμβων ὑ. [[miss]] them, Plb.5.101.4; τῶν καιρῶν Arist.SE175a26; τῆς ἐργασίας PCair.Zen. 25.12 (iii B. C.); ταύτης [τῆς ὥρας] Gal.7.362; τῆς βοηθείας D.S. 13.110.<br><span class="bld">2</span> c. gen. pers., [[come after]] him, ὑ. εἰς Ἁλίαρτον τοῦ Λυσάνδρου X.HG3.5.25: also c. dat., [[come too late for]] him, Th.7.29.<br><span class="bld">3</span> ὑ. ἔς τι Hp.Epid.6.7.3.<br><span class="bld">III</span> metaph., [[lag behind]], [[be inferior to]], τῶν . . ἀποστόλων 2 Ep.Cor.11.5; ἐμπειρίᾳ ὑ. τῶν ἄλλων Pl.R.539e; μηδ' ἐν ἄλλῳ μηδενὶ μέρει ἀρετῆς ὑ. ib.484d; ἵνα γνῶ τί ὑστερῶ ἐγώ LXXPs.38(39).5.<br><span class="bld">2</span> [[fall below]], [[fail to do justice to]] a [[theme]], ὑστερήσας οὐδὲν τῆς τέχνης Luc.Par.60.<br><span class="bld">IV</span> [[fail to obtain]], [[lack]], τἀγαθοῦ Clearch.Com.3.5; τοῦ δικαίου PEnteux.86.11 (iii B. C.); ξύλων ἀκανθίνων οὐχ ὑστεροῦσι, ἀλλ' ἢ ἔχουσιν ἱκανά PCair.Zen. 270.5 (iii B. C.):—Med. (with aor. Pass.), ὑστερεῖσθαί τινος D.S.18.71, Ep.Rom.3.23, J.AJ15.6.7, PMasp.2 iii 14 (vi A. D.); ὑστερηθεὶς τῆς ὁράσεως having [[lost]] his [[sight]], PLond.5.1708.85 (vi A. D.); δάνιον δανιεῖς αὐτῷ ὅσον ἂν ἐπιδέηται καὶ καθ' ὅσον ὑστερεῖται [[LXX]] De.15.8 (cod. A); in fut. Med., παιδὸς ὑστερήσομαι (ἐστερήσομαι corr. Reiske) E.IA 1203.<br><span class="bld">2</span> abs., [[fail]], [[come to grief]], Phld.Oec.p.50 J.; [[fall short of supplies]], ἵνα μηθὲν ὑστερῇ τὰ ἐλαιούργια PHib.1.43.6 (iii B. C.):—Med., to [[be in want]], Ev.Luc. 15.14, 1 Ep.Cor.8.8; pf. part. [[ὑστερημένοι]] = [[those who have failed]], Phld.Herc.1457.9.<br><span class="bld">V</span> of things, [[fail]], [[be wanting]], Dsc.5.75.13, Ev.Jo.2.3; ἕν σε ([[varia lectio|v.l.]] σοι) ὑστερεῖ Ev.Marc. 10.21; ὡς μὴ [[ὑστερεῖν]] τι ὑμῖν τῶν ὑπαρχόντων δικαίων BGU1074.7 (iii A. D.).—Cf. [[ὑστερίζω]] throughout. | |Definition=fut.<br><span class="bld">A</span> ὑστερήσω LXXPs.83(84).12, al.: aor. ὑστέρησα (freq. with [[varia lectio|v.l.]] ὑστέρισα) Hdt.1.70, etc.: pf. ὑστέρηκα D.S.15.47, Ep.Hebr.4.1: plpf. ὑστερήκειν Th.3.31:—Pass., aor. ὑστερήθην 2 Ep.Cor.11.9, J.AJ15.6.7: ([[ὕστερος]]):—to [[be behind]] or [[be later]], [[come late]], opp. [[προτερέω]] or [[φθάνω]], ὑστέρησαν οἱ ἄγοντες Hdt.1.70, cf. E.Ph.976, X.HG 5.1.3, Pl.Grg.447a: c. dat. modi, ὑ. τῇ διώξει Th.1.134; τῇ βοηθείᾳ D.59.3: simply, [[occur later]], of [[thunder]] after [[lightning]], Epicur.Ep.2p.46U.<br><span class="bld">II</span> c. gen. rei, [[come later than]], [[come too late for]], [[ὑστέρησαν]] ([[varia lectio|v.l.]] [[ὑστέρισαν]]) ἡμέρῃ μιῇ τῆς συγκειμένης came one day [[after]] the [[appoint]]ed day, Hdt.6.89; ὑ. τῆς μάχης ἡμέραις (sic leg. cum cod.C''1'', pro ἡμέρας) πέντε came too [[late]] [[for]] the [[battle]] by [[five]] [[day]]s, X.An.1.7.12; ὑστερήσαντες οὐ πολλῷ Th.8.44; ὑ. δείπνου Amphis 39; ἐπειδὴ τῆς Μυτιλήνης ὑστερήκει had [[come]] too [[late]] to [[save]] [[Mytilene]], Th.3.31; ὑ. τῆς πατρίδος [[fail to assist]] it, X.Ages.2.1; τῶν λέμβων ὑ. [[miss]] them, Plb.5.101.4; τῶν καιρῶν Arist.SE175a26; τῆς ἐργασίας PCair.Zen. 25.12 (iii B. C.); ταύτης [τῆς ὥρας] Gal.7.362; τῆς βοηθείας D.S. 13.110.<br><span class="bld">2</span> c. gen. pers., [[come after]] him, ὑ. εἰς Ἁλίαρτον τοῦ Λυσάνδρου X.HG3.5.25: also c. dat., [[come too late for]] him, Th.7.29.<br><span class="bld">3</span> ὑ. ἔς τι Hp.Epid.6.7.3.<br><span class="bld">III</span> metaph., [[lag behind]], [[be inferior to]], τῶν . . ἀποστόλων 2 Ep.Cor.11.5; ἐμπειρίᾳ ὑ. τῶν ἄλλων Pl.R.539e; μηδ' ἐν ἄλλῳ μηδενὶ μέρει ἀρετῆς ὑ. ib.484d; ἵνα γνῶ τί ὑστερῶ ἐγώ LXXPs.38(39).5.<br><span class="bld">2</span> [[fall below]], [[fail to do justice to]] a [[theme]], ὑστερήσας οὐδὲν τῆς τέχνης Luc.Par.60.<br><span class="bld">IV</span> [[fail to obtain]], [[lack]], τἀγαθοῦ Clearch.Com.3.5; τοῦ δικαίου PEnteux.86.11 (iii B. C.); ξύλων ἀκανθίνων οὐχ ὑστεροῦσι, ἀλλ' ἢ ἔχουσιν ἱκανά PCair.Zen. 270.5 (iii B. C.):—Med. (with aor. Pass.), ὑστερεῖσθαί τινος D.S.18.71, Ep.Rom.3.23, J.AJ15.6.7, PMasp.2 iii 14 (vi A. D.); ὑστερηθεὶς τῆς ὁράσεως having [[lost]] his [[sight]], PLond.5.1708.85 (vi A. D.); δάνιον δανιεῖς αὐτῷ ὅσον ἂν ἐπιδέηται καὶ καθ' ὅσον ὑστερεῖται [[LXX]] De.15.8 (cod. A); in fut. Med., παιδὸς ὑστερήσομαι (ἐστερήσομαι corr. Reiske) E.IA 1203.<br><span class="bld">2</span> abs., [[fail]], [[come to grief]], Phld.Oec.p.50 J.; [[fall short of supplies]], ἵνα μηθὲν ὑστερῇ τὰ ἐλαιούργια PHib.1.43.6 (iii B. C.):—Med., to [[be in want]], Ev.Luc. 15.14, 1 Ep.Cor.8.8; pf. part. [[ὑστερημένοι]] = [[those who have failed]], Phld.Herc.1457.9.<br><span class="bld">V</span> of things, [[fail]], [[be wanting]], Dsc.5.75.13, Ev.Jo.2.3; ἕν σε ([[varia lectio|v.l.]] σοι) ὑστερεῖ Ev.Marc. 10.21; ὡς μὴ [[ὑστερεῖν]] τι ὑμῖν τῶν ὑπαρχόντων δικαίων BGU1074.7 (iii A. D.).—Cf. [[ὑστερίζω]] throughout. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ὑστερήσω, <i>ao.</i> ὑστέρησα, <i>pf.</i> ὑστέρηκα;<br /><i>Pass. seul. ao.</i> ὑστερήθην;<br />être en arrière, <i>d'où</i><br /><b>1</b> venir trop tard, être en retard ; ὑστερεῖν τινος [[εἰς]] τόπον XÉN arriver après qqn dans un lieu ; ὑ. μάχης XÉN n’arriver qu’après le combat;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> être en arrière de : τινος être inférieur à qqn ; ἔν τινι en qch ; τινί τινος à qqn en qch;<br /><b>3</b> être en arrière de, manquer de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὕστερος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑστερέω''': μέλλ. -ήσω, Ἑβδ. ἀόρ. ὑστέρησα ([[συχνάκις]] μετὰ διαφόρ. γραφῆς ὑστέρισα) Ἡρόδ., κλπ.· πρκμ. ὑστέρηκα Διόδ. 15. 47, Καιν. Δ.· ὑπερσ. ὑστερήκειν Θουκ. 3. 31· ― Παθ., ἀόρ. ὑστερήθην Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ια΄, 8, Ἰώσηπος ([[ὕστερος]]). Μένω [[ὀπίσω]] ἢ [[ἔρχομαι]] ἀργότερα, καθυστερῶ, ἀντίθετ. τῷ [[προτερέω]] καὶ τοῦ [[φθάνω]]· ὑστέρησαν οἱ ἄγοντες Ἡρόδ. 1. 70, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 976, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 3, Πλάτ. Γοργ. 447C· μετὰ δοτ. τρόπου ἢ τοῦ κατὰ τί, ὑστ. τῇ διώξει Θουκ. 1. 134· τῇ βοηθείᾳ Δημ. 1346. 9. ΙΙ. μετὰ γεν. πράγμ., [[ἔρχομαι]] βραδύτερόν τινος, ἀργότερον ἢ ὅσον ἔπρεπεν, ὑστέρησαν (διάφορ. γραφ. ὑστέρισαν) ἡμέρῃ μιῇ τῆς συγκειμένης, ἦλθον κατὰ μίαν ἡμέραν ἀργότερον τῆς προσδιορισθείσης ἡμέρας, Ἡρόδ. 6. 89· Ἀβροκόμας δὲ ὑστέρησε τῆς μάχης [[πέντε]] ἡμέραις, ἦλθε [[πέντε]] ἡμέρας [[ὕστερον]] ἀπὸ τὴν μάχην (οὕτω, [[ἀναγνωστέον]] ἀντὶ -ρας), Ξεν. Ἀν. 1. 7, 12· ὑστ. δείπνου Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 3· [[ἐπειδὴ]] τῆς Μυτιλήνης ὑστερήκει, εἶχε φθάσει ἀργὰ πρὸς σωτηρίαν τῆς Μ., Θουκ. 3, 31· ὑστ. τῆς πατρίδος, ἀδυνατῶ νὰ ὑπερασπίσω αὐτὴν, Ξεν. Ἀγησ. 2. 1· ὑστ. τῶν λέμβων, δὲν [[προφθάνω]] αὐτάς, Πολύβ. 5. 101, 4· τῶν καιρῶν Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 16. 5· τῆς βοηθείας Διόδ. 13. 110· ὑστερήσας οὐδὲν τῆς [[σεαυτοῦ]] τέχνης Λουκ. Παράσ. 60. 2) μετὰ γεν. προσ., [[ἔρχομαι]] κατόπιν τινός, ὑστ. τινὸς εἰς τόπον Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 25· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., [[ἔρχομαι]] παρὰ πολὺ ἀργὰ διά τινα ἄνθρωπον, Θουκ. 7. 29· ― [[ὡσαύτως]], ὑστ. ἔς τι Ἱππ. 1194Η (ἐκ διορθώσεως τοῦ Littré). III. μεταφορ., δὲν [[φθάνω]] τινά, εἶμαι κατώτερός τινος, μετὰ γεν., Δημ. 447. 25, Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ια΄, 5· ὑστ. τινὸς ἐμπειρίᾳ Πλάτ. Πολ. 539Ε· μηδ’ ἐν ἄλλῳ μηδενὶ μέρει ἀρετῆς ὑστ. [[αὐτόθι]] 484D. IV. διατελῶ ἐν στερήσει τινός, δὲν κατορθώνω νὰ ἐπιτύχω τι, ὑστεροῦμεν τἀγαθοῦ Κλέαρχος ὁ Κωμῳδοποιὸς ἐν «Κορινθίοις» 1· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὑστερεῖσθαί τινος Διόδ. 18. 71, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. γ΄, 23, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 6, 7· καὶ ἐν τῷ μέσ. μέλλ. ὑστερήσομαι παιδὸς (ὁ Pors. γράφει ἐστερήσομαι, ὁ δὲ Herm. ἧς στερήσομαι) Ψευδευρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1203. 2) ἀπολ., διατελῶ ἐν στερήσει, Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. ιε΄, 14, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. η΄, 8. V. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐλλείπω]], δὲν [[ὑπάρχω]], [[ἐπιλείπω]], δὲν ἀρκῶ, Λατ. deficere, Διοσκ. 5, 86, Εὐαγγ. κ. Ἰω. β΄, 3· ἕν σοι ὑστερεῖ Εὐαγγέλ. κατὰ Μάρκον Ι΄, 21. ― πρβλ. [[ὑστερίζω]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 389. | |lstext='''ὑστερέω''': μέλλ. -ήσω, Ἑβδ. ἀόρ. ὑστέρησα ([[συχνάκις]] μετὰ διαφόρ. γραφῆς ὑστέρισα) Ἡρόδ., κλπ.· πρκμ. ὑστέρηκα Διόδ. 15. 47, Καιν. Δ.· ὑπερσ. ὑστερήκειν Θουκ. 3. 31· ― Παθ., ἀόρ. ὑστερήθην Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ια΄, 8, Ἰώσηπος ([[ὕστερος]]). Μένω [[ὀπίσω]] ἢ [[ἔρχομαι]] ἀργότερα, καθυστερῶ, ἀντίθετ. τῷ [[προτερέω]] καὶ τοῦ [[φθάνω]]· ὑστέρησαν οἱ ἄγοντες Ἡρόδ. 1. 70, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 976, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 3, Πλάτ. Γοργ. 447C· μετὰ δοτ. τρόπου ἢ τοῦ κατὰ τί, ὑστ. τῇ διώξει Θουκ. 1. 134· τῇ βοηθείᾳ Δημ. 1346. 9. ΙΙ. μετὰ γεν. πράγμ., [[ἔρχομαι]] βραδύτερόν τινος, ἀργότερον ἢ ὅσον ἔπρεπεν, ὑστέρησαν (διάφορ. γραφ. ὑστέρισαν) ἡμέρῃ μιῇ τῆς συγκειμένης, ἦλθον κατὰ μίαν ἡμέραν ἀργότερον τῆς προσδιορισθείσης ἡμέρας, Ἡρόδ. 6. 89· Ἀβροκόμας δὲ ὑστέρησε τῆς μάχης [[πέντε]] ἡμέραις, ἦλθε [[πέντε]] ἡμέρας [[ὕστερον]] ἀπὸ τὴν μάχην (οὕτω, [[ἀναγνωστέον]] ἀντὶ -ρας), Ξεν. Ἀν. 1. 7, 12· ὑστ. δείπνου Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 3· [[ἐπειδὴ]] τῆς Μυτιλήνης ὑστερήκει, εἶχε φθάσει ἀργὰ πρὸς σωτηρίαν τῆς Μ., Θουκ. 3, 31· ὑστ. τῆς πατρίδος, ἀδυνατῶ νὰ ὑπερασπίσω αὐτὴν, Ξεν. Ἀγησ. 2. 1· ὑστ. τῶν λέμβων, δὲν [[προφθάνω]] αὐτάς, Πολύβ. 5. 101, 4· τῶν καιρῶν Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 16. 5· τῆς βοηθείας Διόδ. 13. 110· ὑστερήσας οὐδὲν τῆς [[σεαυτοῦ]] τέχνης Λουκ. Παράσ. 60. 2) μετὰ γεν. προσ., [[ἔρχομαι]] κατόπιν τινός, ὑστ. τινὸς εἰς τόπον Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 25· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., [[ἔρχομαι]] παρὰ πολὺ ἀργὰ διά τινα ἄνθρωπον, Θουκ. 7. 29· ― [[ὡσαύτως]], ὑστ. ἔς τι Ἱππ. 1194Η (ἐκ διορθώσεως τοῦ Littré). III. μεταφορ., δὲν [[φθάνω]] τινά, εἶμαι κατώτερός τινος, μετὰ γεν., Δημ. 447. 25, Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ια΄, 5· ὑστ. τινὸς ἐμπειρίᾳ Πλάτ. Πολ. 539Ε· μηδ’ ἐν ἄλλῳ μηδενὶ μέρει ἀρετῆς ὑστ. [[αὐτόθι]] 484D. IV. διατελῶ ἐν στερήσει τινός, δὲν κατορθώνω νὰ ἐπιτύχω τι, ὑστεροῦμεν τἀγαθοῦ Κλέαρχος ὁ Κωμῳδοποιὸς ἐν «Κορινθίοις» 1· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὑστερεῖσθαί τινος Διόδ. 18. 71, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. γ΄, 23, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 6, 7· καὶ ἐν τῷ μέσ. μέλλ. ὑστερήσομαι παιδὸς (ὁ Pors. γράφει ἐστερήσομαι, ὁ δὲ Herm. ἧς στερήσομαι) Ψευδευρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1203. 2) ἀπολ., διατελῶ ἐν στερήσει, Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. ιε΄, 14, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. η΄, 8. V. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐλλείπω]], δὲν [[ὑπάρχω]], [[ἐπιλείπω]], δὲν ἀρκῶ, Λατ. deficere, Διοσκ. 5, 86, Εὐαγγ. κ. Ἰω. β΄, 3· ἕν σοι ὑστερεῖ Εὐαγγέλ. κατὰ Μάρκον Ι΄, 21. ― πρβλ. [[ὑστερίζω]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 389. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |