Anonymous

ὑψοῦ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=u(you=
|Beta Code=u(you=
|Definition=Adv., ([[ὕψος]])<br><span class="bld">A</span> [[high]], νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν = they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her Il.1.486; ὑψοῦ δ' ἐν νοτίῳ τήν γ' ὅρμισαν [νῆα] = [[out]] from the [[beach]], Od.4.785, 8.55; τῆς πόλιος . . ἐκκεχωσμένης ὑψοῦ = having the [[soil]] [[raise]]d [[to a great height]], Hdt.2.138; ὑψοῦ [[πατεῖν]] Pi.O.1.115, cf. P.10.70, B.5.18; ὑψοῦ [[κρέμασθαι]] Hermipp.55 (anap.); ὑψοῦ [[φέρεσθαι]] Anaxil.22.30.<br><span class="bld">II</span> metaph., ἐξάρας με ὑψοῦ = having [[praise]]d me [[highly]], Hdt.9.79; ὑψοῦ [[αἴρειν]] θυμόν S.OT914. Cf. [[ὑψόσε]].
|Definition=Adv., ([[ὕψος]])<br><span class="bld">A</span> [[high]], νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν = they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her Il.1.486; ὑψοῦ δ' ἐν νοτίῳ τήν γ' ὅρμισαν [νῆα] = [[out]] from the [[beach]], Od.4.785, 8.55; τῆς πόλιος . . ἐκκεχωσμένης ὑψοῦ = having the [[soil]] [[raise]]d [[to a great height]], Hdt.2.138; ὑψοῦ [[πατεῖν]] Pi.O.1.115, cf. P.10.70, B.5.18; ὑψοῦ [[κρέμασθαι]] Hermipp.55 (anap.); ὑψοῦ [[φέρεσθαι]] Anaxil.22.30.<br><span class="bld">II</span> metaph., ἐξάρας με ὑψοῦ = having [[praise]]d me [[highly]], Hdt.9.79; ὑψοῦ [[αἴρειν]] θυμόν S.OT914. Cf. [[ὑψόσε]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en haut.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑψοῦ''': Ἐπίρρ., ([[ὕψος]]) ὑψηλά, ἐν ὕψει, ἄνω, νῆα μέν… ἐπ’ ἠπείροιο ἔρυσσαν [[ὑψοῦ]] ἐπὶ ψαμάθοις Ἰλ. Α. 486, Ὀδ. Δ. 785, κ. ἀλλ. (ἴδε ἐν λέξ. [[νότιος]])· τῆς πόλιος… ἐκκεχωσμένης [[ὑψοῦ]], τοῦ ἐδάφους ὑψωθέντος εἰς μέγα [[ὕψος]], Ἡρόδ. 2. 138· [[ὑψοῦ]] πατεῖν Πινδ. Ο. 1. 184, πρβλ. Π. 10. 109· Χία δὲ [[κύλιξ]] [[ὑψοῦ]] κρέμαται περὶ πασσαλόφιν Ἕρμιπ. ἐν «Στρατιώταις» 3· «οἱ δὲ ἐρᾶσθαι προσδοκῶντες [[εὐθύς]] εἰσιν ἠρμένοι, καὶ φέρονθ’ [[ὑψοῦ]] πρὸς αἴθραν» Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 30. ΙΙ. μεταφορ., [[ὑψοῦ]] ἐξᾶραί τι, ἐπαινέσαι τι [[μεγάλως]], Ἡρόδ. 9. 79· [[ὑψοῦ]] αἴρειν θυμὸν Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 914 ― Πρβλ. [[ὑψόσε]].
|lstext='''ὑψοῦ''': Ἐπίρρ., ([[ὕψος]]) ὑψηλά, ἐν ὕψει, ἄνω, νῆα μέν… ἐπ’ ἠπείροιο ἔρυσσαν [[ὑψοῦ]] ἐπὶ ψαμάθοις Ἰλ. Α. 486, Ὀδ. Δ. 785, κ. ἀλλ. (ἴδε ἐν λέξ. [[νότιος]])· τῆς πόλιος… ἐκκεχωσμένης [[ὑψοῦ]], τοῦ ἐδάφους ὑψωθέντος εἰς μέγα [[ὕψος]], Ἡρόδ. 2. 138· [[ὑψοῦ]] πατεῖν Πινδ. Ο. 1. 184, πρβλ. Π. 10. 109· Χία δὲ [[κύλιξ]] [[ὑψοῦ]] κρέμαται περὶ πασσαλόφιν Ἕρμιπ. ἐν «Στρατιώταις» 3· «οἱ δὲ ἐρᾶσθαι προσδοκῶντες [[εὐθύς]] εἰσιν ἠρμένοι, καὶ φέρονθ’ [[ὑψοῦ]] πρὸς αἴθραν» Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 30. ΙΙ. μεταφορ., [[ὑψοῦ]] ἐξᾶραί τι, ἐπαινέσαι τι [[μεγάλως]], Ἡρόδ. 9. 79· [[ὑψοῦ]] αἴρειν θυμὸν Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 914 ― Πρβλ. [[ὑψόσε]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en haut.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth