Anonymous

ῥάπτω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0834.png Seite 834]] 1) zusammennähen, zusammenflicken, sticken; βοείας, Il. 12, 296, einnähen, ἐν μηρῷ ποτ' ἐῤῥάφη [[Διός]], Eur. Bacch. 243; ἐῤῥαμμένους ἔχουσι τοὺς πώγωνας, Ar. Eccl. 24; Plut. 513; u. med., ῥαψαμένη σκύτινον, Nubb. 530; – auch = durchnähen, ausnähen, sticken, Xen. Hipp. 12, 9; τὸ [[χεῖλος]] ἐῤῥάφθαι, Dem. 54, 35, ῥαφῆναι, 41. – 2) übertr. anzetteln, anspinnen, listig, tückisch anlegen, Apoll. L. H. μεταφορικῶς μηχανᾶσθαι καὶ κατασκευάζειν; so κακὰ ῥάπτειν τινί, Od. 3, 118. 16, 423 Il. 18, 367; φόνον, θάνατον, [[μόρον]], Od. 16, 379. 421; φόνον ῥάψασα συγγάμῳ, Eur. Andr. 837; [[μόρον]] τινί, I. T. 681; ἐπί τινι, ἐπ' ἀνδράσι Ἕλλησι φόνον ἔῤῥαψαν, Her. 9, 17, der sprichwörtlich sagt τοῦτο τὸ [[ὑπόδημα]] ἔῤῥαψας μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης, d. i. du hast es angestiftet, Ar. hat es ins Werk gesetzt, 6, 1; einzeln bei Sp. noch so übertr. – Uebh. zusammenfügen, ἀοιδήν, Hes. frg. 34, 2. Davon [[ῥαψῳδός]]. – Nonn. hat den aor. ἔῤῥαφε, Lob. Phryn. 318.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0834.png Seite 834]] 1) zusammennähen, zusammenflicken, sticken; βοείας, Il. 12, 296, einnähen, ἐν μηρῷ ποτ' ἐῤῥάφη [[Διός]], Eur. Bacch. 243; ἐῤῥαμμένους ἔχουσι τοὺς πώγωνας, Ar. Eccl. 24; Plut. 513; u. med., ῥαψαμένη σκύτινον, Nubb. 530; – auch = durchnähen, ausnähen, sticken, Xen. Hipp. 12, 9; τὸ [[χεῖλος]] ἐῤῥάφθαι, Dem. 54, 35, ῥαφῆναι, 41. – 2) übertr. anzetteln, anspinnen, listig, tückisch anlegen, Apoll. L. H. μεταφορικῶς μηχανᾶσθαι καὶ κατασκευάζειν; so κακὰ ῥάπτειν τινί, Od. 3, 118. 16, 423 Il. 18, 367; φόνον, θάνατον, [[μόρον]], Od. 16, 379. 421; φόνον ῥάψασα συγγάμῳ, Eur. Andr. 837; [[μόρον]] τινί, I. T. 681; ἐπί τινι, ἐπ' ἀνδράσι Ἕλλησι φόνον ἔῤῥαψαν, Her. 9, 17, der sprichwörtlich sagt τοῦτο τὸ [[ὑπόδημα]] ἔῤῥαψας μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης, d. i. du hast es angestiftet, Ar. hat es ins Werk gesetzt, 6, 1; einzeln bei Sp. noch so übertr. – Uebh. zusammenfügen, ἀοιδήν, Hes. frg. 34, 2. Davon [[ῥαψῳδός]]. – Nonn. hat den aor. ἔῤῥαφε, Lob. Phryn. 318.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ῥάψω, <i>ao.</i> ἔρραψα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.2</i> ἐρράφην, <i>pf.</i> ἔρραμμαι;<br />coudre, acc. ; <i>fig.</i> κακά τινι IL, OD, φόνον OD <i>ou</i> [[ἐπί]] τινι φόνον HDT <i>ou</i> [[εἴς]] τινα ESCHL ourdir <i>ou</i> tramer de méchants desseins, un meurtre contre qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ῥάπτομαι coudre pour soi <i>ou</i> sur soi, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Ῥαφ coudre.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥάπτω''': Ὅμ., κτλ.· - μέλλ. ῥάψω (ἀπορ-) Αἰσχίν. 31. 5· - ἀόρ. ἔρραψα, Ἡρόδ., Ἀττ.· Ἐπικ. ῥάψα Ἰλ. Μ. 296· ἀόρ. β΄ ἔρρᾰφον (συν-) Νόνν. Δ. 7. 152· - ὑπερσ. ἐρραφήκει (συν-) Ξενοφ. Ἐφέσ. 1. 9. - Μέσ., ἀόρ. ἐρραψάμην Ἀριστοφ. Ἱππ. 784, κτλ. - Παθ., μέλλ. ῥαφήσομαι (συν-) Γαλην.· ἀόρ. ἐρράφην [ᾰ] Δημ. 1270. 2, ἴδε κατωτ.· πρκμ. ἔρραμμαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 24, Δημ. 1268. 3· ποιητ. ὑπερσ. ἔραπτο (συν-) Κόϊντ. Σμ. 9. 359. Ὡς καὶ νῦν, [[ῥάπτω]] ἢ [[συρράπτω]], βοείας Ἰλ. Μ. 296· τὸ [[ἔποχον]] Ξεν. Ἱππ. 12, 9· ἀπολ., Ἀριστοφ. Πλ. 513· - Μέσ., ῥάπτεσθαι ὀχετὸν δερμάτων, κατασκευάζειν ὀχετὸν ἢ σωλῆνα ἐκ δέρματος, Ἡρόδ. 3. 9· ῥαψάμενός σοι τουτὶ (δηλ. τὸ [[προσκεφάλαιον]]), παραγγείλας νὰ ῥαφθῇ διὰ σέ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 783 ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[ῥάπτω]] ἐπί τινος ἢ πλησίον τινός, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 538. - Παθητ., ἐρράφθαι τὸ [[χεῖλος]], ἔχειν ἐρραμμένον τὸ [[χεῖλος]], Δημ. 268. 2., 1270. 2· ἔχειν πώγωνα ἐρραμμένον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 24· ἐν μηρῷ Διὸς ἐρράφη …, Ψευδο-Εὐρ. Βάκχ. 243· ἐρραμμένα, δηλ. προσκεφάλαια, Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 11. ΙΙ. μεταφορ., ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, [[σχεδιάζω]], κακὰ ῥάπτειν Ὀδ. Γ. 118, Ἰλ. Σ. 367· φόνον, θάνατον, [[μόρον]] ῥ. Ὀδ. Π. 379, 422· τινί, διά τινα, Ὅμ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 681· [[ὡσαύτως]], ἐπί τινι φόνον ῥ. Ἡρόδ. 9. 17· εἴς τινα Εὐρ. Ἀνδρ. 911· ἐπιβουλὰς ῥ. τινί, Λατ. suere dolos, Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 3· παροιμ., τοῦτο τὸ [[ὑπόδημα]] ἔρραψας, μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης Ἡρόδ. 6. 1· πρβλ. [[κασσύω]], [[κάσσυμα]]. 2) [[καθόλου]], συναρμολογῶ, [[συνείρω]], «ἀραδιάζω» κατὰ σειράν, ἑνώνω, συγκολλῶ, [[συνάπτω]], ἀοιδὴν Ἡσ. Ἀποσπ. 34· ῥ. ἔπη, ἴδε ῥαπτὸς Ι. 2.
|lstext='''ῥάπτω''': Ὅμ., κτλ.· - μέλλ. ῥάψω (ἀπορ-) Αἰσχίν. 31. 5· - ἀόρ. ἔρραψα, Ἡρόδ., Ἀττ.· Ἐπικ. ῥάψα Ἰλ. Μ. 296· ἀόρ. β΄ ἔρρᾰφον (συν-) Νόνν. Δ. 7. 152· - ὑπερσ. ἐρραφήκει (συν-) Ξενοφ. Ἐφέσ. 1. 9. - Μέσ., ἀόρ. ἐρραψάμην Ἀριστοφ. Ἱππ. 784, κτλ. - Παθ., μέλλ. ῥαφήσομαι (συν-) Γαλην.· ἀόρ. ἐρράφην [ᾰ] Δημ. 1270. 2, ἴδε κατωτ.· πρκμ. ἔρραμμαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 24, Δημ. 1268. 3· ποιητ. ὑπερσ. ἔραπτο (συν-) Κόϊντ. Σμ. 9. 359. Ὡς καὶ νῦν, [[ῥάπτω]] ἢ [[συρράπτω]], βοείας Ἰλ. Μ. 296· τὸ [[ἔποχον]] Ξεν. Ἱππ. 12, 9· ἀπολ., Ἀριστοφ. Πλ. 513· - Μέσ., ῥάπτεσθαι ὀχετὸν δερμάτων, κατασκευάζειν ὀχετὸν ἢ σωλῆνα ἐκ δέρματος, Ἡρόδ. 3. 9· ῥαψάμενός σοι τουτὶ (δηλ. τὸ [[προσκεφάλαιον]]), παραγγείλας νὰ ῥαφθῇ διὰ σέ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 783 ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[ῥάπτω]] ἐπί τινος ἢ πλησίον τινός, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 538. - Παθητ., ἐρράφθαι τὸ [[χεῖλος]], ἔχειν ἐρραμμένον τὸ [[χεῖλος]], Δημ. 268. 2., 1270. 2· ἔχειν πώγωνα ἐρραμμένον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 24· ἐν μηρῷ Διὸς ἐρράφη …, Ψευδο-Εὐρ. Βάκχ. 243· ἐρραμμένα, δηλ. προσκεφάλαια, Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 11. ΙΙ. μεταφορ., ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, [[σχεδιάζω]], κακὰ ῥάπτειν Ὀδ. Γ. 118, Ἰλ. Σ. 367· φόνον, θάνατον, [[μόρον]] ῥ. Ὀδ. Π. 379, 422· τινί, διά τινα, Ὅμ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 681· [[ὡσαύτως]], ἐπί τινι φόνον ῥ. Ἡρόδ. 9. 17· εἴς τινα Εὐρ. Ἀνδρ. 911· ἐπιβουλὰς ῥ. τινί, Λατ. suere dolos, Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 3· παροιμ., τοῦτο τὸ [[ὑπόδημα]] ἔρραψας, μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης Ἡρόδ. 6. 1· πρβλ. [[κασσύω]], [[κάσσυμα]]. 2) [[καθόλου]], συναρμολογῶ, [[συνείρω]], «ἀραδιάζω» κατὰ σειράν, ἑνώνω, συγκολλῶ, [[συνάπτω]], ἀοιδὴν Ἡσ. Ἀποσπ. 34· ῥ. ἔπη, ἴδε ῥαπτὸς Ι. 2.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ῥάψω, <i>ao.</i> ἔρραψα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.2</i> ἐρράφην, <i>pf.</i> ἔρραμμαι;<br />coudre, acc. ; <i>fig.</i> κακά τινι IL, OD, φόνον OD <i>ou</i> [[ἐπί]] τινι φόνον HDT <i>ou</i> [[εἴς]] τινα ESCHL ourdir <i>ou</i> tramer de méchants desseins, un meurtre contre qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ῥάπτομαι coudre pour soi <i>ou</i> sur soi, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Ῥαφ coudre.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth