3,274,917
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' ητος ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=w)mo/ths | |Beta Code=w)mo/ths | ||
|Definition=ητος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[rawness]], [[crudeness]], opp. [[πέπανσις]] Arist.Mete. 380b4.<br><span class="bld">2</span> [[indigestion]], [[crudity]], Thphr.Lass.4, D.S.10.7: pl., ὠμότησιν ἁλίσκεται Plu.2.661b, cf. Dsc.3.1.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[savagery]], [[fierceness]], [[cruelty]], S.Inach. in PTeb.692 iv 15, E.Ion47, X.Cyr.4.5.19, Isoc.4.112, 11.32, D.21.109, etc.; ἴσον λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠ. Men. Mon.267; εἴς τινας [[LXX]] 2 Ma.12.5; ὠ. κατά τινος Luc.Phal.1.6: pl., Id.VH1.3, J.BJ7.8.1. | |Definition=ητος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[rawness]], [[crudeness]], opp. [[πέπανσις]] Arist.Mete. 380b4.<br><span class="bld">2</span> [[indigestion]], [[crudity]], Thphr.Lass.4, D.S.10.7: pl., ὠμότησιν ἁλίσκεται Plu.2.661b, cf. Dsc.3.1.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[savagery]], [[fierceness]], [[cruelty]], S.Inach. in PTeb.692 iv 15, E.Ion47, X.Cyr.4.5.19, Isoc.4.112, 11.32, D.21.109, etc.; ἴσον λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠ. Men. Mon.267; εἴς τινας [[LXX]] 2 Ma.12.5; ὠ. κατά τινος Luc.Phal.1.6: pl., Id.VH1.3, J.BJ7.8.1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> crudité (d’un aliment);<br /><b>2</b> dureté, cruauté, inhumanité.<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠμότης''': -ητος, ἡ, ὠμὴ [[κατάστασις]], [[μάλιστα]] ἐπὶ ἀώρων καρπῶν, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 4. Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 4. 2) [[ἀπεψία]], ἐν τῷ πληθ., ὠμότησιν ἀλίσκεται Πλούτ. 2. 661Β, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα Διοσκ. 3. 1. ΙΙ. μεταφορ., [[ἀγριότης]], [[σκληρότης]], ἀπηνότης, 47, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 5, 19, Ἰσοκρ. 64Α, 227Α, Δημ. κλπ.· ἴσον λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠ. Μένανδρ, ἐν Μονοστίχ. 267· ὠμ. κατά τινος Λουκ. Φάλ. 1. 6· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 3. | |lstext='''ὠμότης''': -ητος, ἡ, ὠμὴ [[κατάστασις]], [[μάλιστα]] ἐπὶ ἀώρων καρπῶν, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 4. Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 4. 2) [[ἀπεψία]], ἐν τῷ πληθ., ὠμότησιν ἀλίσκεται Πλούτ. 2. 661Β, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα Διοσκ. 3. 1. ΙΙ. μεταφορ., [[ἀγριότης]], [[σκληρότης]], ἀπηνότης, 47, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 5, 19, Ἰσοκρ. 64Α, 227Α, Δημ. κλπ.· ἴσον λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠ. Μένανδρ, ἐν Μονοστίχ. 267· ὠμ. κατά τινος Λουκ. Φάλ. 1. 6· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 3. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |