Anonymous

ῥιγόω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0842.png Seite 842]] inf. ῥιγῶν, Ar. Ach. 1111 Vesp. 446 Av. 935, auch ῥιγοῦν, Nubb. 441, Plat. Rep. IV, 440 d (nach den Atticisten hellenistisch); fem. partic. ῥιγῶσα, Simonds. mul. 29; conj. ῥιγῷ (3. Pers. für ῥιγοῖ), Plat. Gorg. 507 d; opt. ῥιγῴην, vgl. Piers. zu Moer. 339; – [[frieren]], Kälte empfinden, von Frost leiden, Od. 14, 481; ῥιγῶν τε καὶ πεινῶν, Ar. Ach. 822; ῥιγώσουσι καὶ ἀγρυπνήσουσι, Xen. Mem. 2, 1, 17; Folgde; ῥιγοῦντα, Plut. Aristid. 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0842.png Seite 842]] inf. ῥιγῶν, Ar. Ach. 1111 Vesp. 446 Av. 935, auch ῥιγοῦν, Nubb. 441, Plat. Rep. IV, 440 d (nach den Atticisten hellenistisch); fem. partic. ῥιγῶσα, Simonds. mul. 29; conj. ῥιγῷ (3. Pers. für ῥιγοῖ), Plat. Gorg. 507 d; opt. ῥιγῴην, vgl. Piers. zu Moer. 339; – [[frieren]], Kälte empfinden, von Frost leiden, Od. 14, 481; ῥιγῶν τε καὶ πεινῶν, Ar. Ach. 822; ῥιγώσουσι καὶ ἀγρυπνήσουσι, Xen. Mem. 2, 1, 17; Folgde; ῥιγοῦντα, Plut. Aristid. 25.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ῥιγώσω, <i>ao.</i> ἐρρίγωσα, <i>pf.</i> ἐρρίγωκα;<br />être saisi de froid, frissonner.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῖγος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῑγόω''': μέλλ. -ώσω Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 17, Ἐπικ. ἀπαρέμφ. -ωσέμεν Ὀδ. Ξ. 481˙ - ἀόρ. ἐρρίγωσα Ἱππ. 1073 Η, (ἐν-) Ἀριστοφ. Πλ. 846˙ -πρκμ. ἐρρίγωσα Θεοφρ. π. Πυρὸς 74 (κατὰ τὰ Ἀντίγραφ.). - Τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο ὡς τὸ [[ἱδρόω]], ἔχει ἀνώμαλον συναίρεσιν εἰς ω, ῳ, ἀντὶ ου, οι, ὡς γ΄ ἑνικ. ὑποτακτ. ῥιγῷ Πλάτ. Γοργ. 517D, Φαίδων 85 Α ([[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα ῥιγοῖ)˙ εὐκτ. ῥιγῴη Ἱππ. 337. 34, Πλούτ. 2. 233 Α˙ ἀπαρ. ῥιγῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1146, Σφ. 446, Ὄρν. 935 (ἂν καὶ ὑπάρχει διάφ. γραφὴ ῥιγοῦν παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Νεφ. 442, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 440C, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 10)˙ μετοχ. θηλ. ῥιγῶσα Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 26˙ αἰτ. ῥιγῶντα Κράτης ἐν «Τόλμαις» 1. Σημαίνει δὲ ὡς καὶ τὸ [[ῥιγέω]], 1, κρυώνω, [[τρέμω]] ἐκ τοῦ ψύχους ἢ ἐκ τοῦ παγετοῦ, Ὀδ. Ξ. 481, Ἡρόδ. 5. 92, 7, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, π. Ἀέρ. 282, καὶ Ἀττ.˙ [[συχνάκις]] [[ὅμως]] οἱ τύποι δύνανται νὰ ἀνήκωσιν εἰς ἑκάτερον [[ῥῆμα]] εἴς τε τὸ [[ῥιγόω]] καὶ τὸ [[ῥιγέω]], ὡς ῥιγῶν τε καὶ πεινῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 857, πρβλ. Νεφ. 416, Πλάτ. Γοργ. 517D.
|lstext='''ῥῑγόω''': μέλλ. -ώσω Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 17, Ἐπικ. ἀπαρέμφ. -ωσέμεν Ὀδ. Ξ. 481˙ - ἀόρ. ἐρρίγωσα Ἱππ. 1073 Η, (ἐν-) Ἀριστοφ. Πλ. 846˙ -πρκμ. ἐρρίγωσα Θεοφρ. π. Πυρὸς 74 (κατὰ τὰ Ἀντίγραφ.). - Τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο ὡς τὸ [[ἱδρόω]], ἔχει ἀνώμαλον συναίρεσιν εἰς ω, ῳ, ἀντὶ ου, οι, ὡς γ΄ ἑνικ. ὑποτακτ. ῥιγῷ Πλάτ. Γοργ. 517D, Φαίδων 85 Α ([[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα ῥιγοῖ)˙ εὐκτ. ῥιγῴη Ἱππ. 337. 34, Πλούτ. 2. 233 Α˙ ἀπαρ. ῥιγῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1146, Σφ. 446, Ὄρν. 935 (ἂν καὶ ὑπάρχει διάφ. γραφὴ ῥιγοῦν παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Νεφ. 442, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 440C, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 10)˙ μετοχ. θηλ. ῥιγῶσα Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 26˙ αἰτ. ῥιγῶντα Κράτης ἐν «Τόλμαις» 1. Σημαίνει δὲ ὡς καὶ τὸ [[ῥιγέω]], 1, κρυώνω, [[τρέμω]] ἐκ τοῦ ψύχους ἢ ἐκ τοῦ παγετοῦ, Ὀδ. Ξ. 481, Ἡρόδ. 5. 92, 7, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, π. Ἀέρ. 282, καὶ Ἀττ.˙ [[συχνάκις]] [[ὅμως]] οἱ τύποι δύνανται νὰ ἀνήκωσιν εἰς ἑκάτερον [[ῥῆμα]] εἴς τε τὸ [[ῥιγόω]] καὶ τὸ [[ῥιγέω]], ὡς ῥιγῶν τε καὶ πεινῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 857, πρβλ. Νεφ. 416, Πλάτ. Γοργ. 517D.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ῥιγώσω, <i>ao.</i> ἐρρίγωσα, <i>pf.</i> ἐρρίγωκα;<br />être saisi de froid, frissonner.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῖγος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm