Anonymous

ῥυσός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’o" to "d'o")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0853.png Seite 853]] (von ῥύω, also) eigtl. zusammengezogen, dah. zusammengeschrumpft, runzlig; Il. 9, 503; ῥυσῷ γέροντι, Eur. El. 490; frg. 495; ῥυσὰ σαρκῶν πολιῶν καταδρύμματα χειρῶν, Suppl. 50; Ar. Plut. 266; sp. D., ῥυσὸν ἐπ ισκύνιον Paul. Sil. 50 (VI, 64), wie in sp. Prosa, bei Plut. u. A. – Die Schreibung [[ῥυσσός]] scheint aus der prosodischen Unwissenheit Späterer entstanden; Jac. A. P. 60; Ach. Tat. 747; Seidler Eur. El. 485.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0853.png Seite 853]] (von ῥύω, also) eigtl. zusammengezogen, dah. zusammengeschrumpft, runzlig; Il. 9, 503; ῥυσῷ γέροντι, Eur. El. 490; frg. 495; ῥυσὰ σαρκῶν πολιῶν καταδρύμματα χειρῶν, Suppl. 50; Ar. Plut. 266; sp. D., ῥυσὸν ἐπ ισκύνιον Paul. Sil. 50 (VI, 64), wie in sp. Prosa, bei Plut. u. A. – Die Schreibung [[ῥυσσός]] scheint aus der prosodischen Unwissenheit Späterer entstanden; Jac. A. P. 60; Ach. Tat. 747; Seidler Eur. El. 485.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />resserré, contracté, <i>d'où</i><br /><b>1</b> renfrogné;<br /><b>2</b> ridé.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥυ tirer, contracter ; cf. [[ἐρύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῡσός''': -ή, -όν, (ῥύω, [[ἐρύω]]) ἐρρυτιδωμένος, «ζαρωμένος», ῥυτιδωτός, Ἰλ. Ι. 503, Εὐρ. Ἠλ. 490, Ἀριστοφ. Πλ. 266, Πλάτ. Πολ. 452Β· ῥυσὰ πολιῶν σαρκῶν καταδρύμματα (πρβλ. [[ῥυτίς]]) Εὐρ. Ἱκέτ. 50· ῥ. βουλευτήρια, πιθ., = ῥυσοὶ βουλευταί, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 6· ῥυσότερον βαλλαντίου [[πρόσωπον]] Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 117· ῥ. [[ἐπισκύνιον]], ἐπὶ συνοφρυώσεως, Ἀνθ. Η. 6. 64· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ καρπῶν, κτλ., ἀκρόδυα ἰσχνὰ καὶ ῥ. Πλούτ. 2. 735D· ἐλαῖαι Ἀρχεστρ. παρ’ Ἀθην. 56C· σῦκα Φιλόστρ. 869. - Οἱ τύποι ῥυσσός, [[ῥυσσαίνομαι]], κτλ., προῆλθον ἐξ. ἀγνοίας ὅτι τὸ υ ἦν φύσει [[μακρόν]], πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 60, Seidl. εἰς Εὐρ. Ἠλ. 485.
|lstext='''ῥῡσός''': -ή, -όν, (ῥύω, [[ἐρύω]]) ἐρρυτιδωμένος, «ζαρωμένος», ῥυτιδωτός, Ἰλ. Ι. 503, Εὐρ. Ἠλ. 490, Ἀριστοφ. Πλ. 266, Πλάτ. Πολ. 452Β· ῥυσὰ πολιῶν σαρκῶν καταδρύμματα (πρβλ. [[ῥυτίς]]) Εὐρ. Ἱκέτ. 50· ῥ. βουλευτήρια, πιθ., = ῥυσοὶ βουλευταί, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 6· ῥυσότερον βαλλαντίου [[πρόσωπον]] Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 117· ῥ. [[ἐπισκύνιον]], ἐπὶ συνοφρυώσεως, Ἀνθ. Η. 6. 64· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ καρπῶν, κτλ., ἀκρόδυα ἰσχνὰ καὶ ῥ. Πλούτ. 2. 735D· ἐλαῖαι Ἀρχεστρ. παρ’ Ἀθην. 56C· σῦκα Φιλόστρ. 869. - Οἱ τύποι ῥυσσός, [[ῥυσσαίνομαι]], κτλ., προῆλθον ἐξ. ἀγνοίας ὅτι τὸ υ ἦν φύσει [[μακρόν]], πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 60, Seidl. εἰς Εὐρ. Ἠλ. 485.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />resserré, contracté, <i>d'où</i><br /><b>1</b> renfrogné;<br /><b>2</b> ridé.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥυ tirer, contracter ; cf. [[ἐρύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml