Anonymous

ῥυμός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "perh." to "perhaps")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0851.png Seite 851]] ὁ, das Zugholz, an welchem die Zugthiere den Wagen ziehen, d. i. die Deichsel; Il. öfter; auch Her. 4, 69; Plut. Coriol. 24; – der Zugriemen, = [[ῥυτήρ]], Ael. H. A. 10, 48; – die gezogene Furche, der Streif, Schweif, Arat. 927. – Auch Abschnitt, Abtheilung, wie [[ῥύμη]], s. Böckh Staatshaush. II p. 290.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0851.png Seite 851]] ὁ, das Zugholz, an welchem die Zugthiere den Wagen ziehen, d. i. die Deichsel; Il. öfter; auch Her. 4, 69; Plut. Coriol. 24; – der Zugriemen, = [[ῥυτήρ]], Ael. H. A. 10, 48; – die gezogene Furche, der Streif, Schweif, Arat. 927. – Auch Abschnitt, Abtheilung, wie [[ῥύμη]], s. Böckh Staatshaush. II p. 290.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> timon d’une voiture;<br /><b>2</b> trait d’un attelage.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥυ tirer ; cf. [[ἐρύω]] et [[ῥύομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῡμός''': -οῦ, ὁ, (ῥύω, [[ἐρύω]]) τὸ πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἐκτεινόμενον [[ξύλον]] τῆς ἁμάξης ἀπὸ τοῦ μέσου τοῦ ἄξονος [[μέχρι]] τοῦ ζυγοῦ, Ἰλ. Κ. 505, Ψ. 393, Ω. 271, Ἡρόδ. 4. 69· ἐν πρώτῳ ῥυμῷ, «ἐν τῷ ἄκρῳ τοῦ ῥυμοῦ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ζ. 40, Π. 371· - [[ὡσαύτως]], [[τρεῖς]] ἀστέρες ἐν τῷ ἀστερισμῷ τῆς Ἄρκτου, «καὶ τῆς ἄρκτου οἱ κατὰ τὴν οὐρὰν [[τρεῖς]] ἀστέρες ὑπὸ τοῦ Ἡρακλείτου» Σουΐδ. ΙΙ. = ῥυτὴρ 2, ὁ ἱμὰς δι’ οὗ ὁ [[ἵππος]] σύρει τὴν ἅμαξαν, Αἰλ. περὶ Ζ. 10.48. ΙΙΙ. [[ὁλκός]], Λατ. tractus, ἐπὶ τῆς γραμμῆς ἣν σχηματίζει διᾴττων [[ἀστήρ]], Ἄρατ. 927. IV. = [[τάξις]], ([[ἀλλά]]: [[ῥύμη]]· [[τάξις]] ἔρημος» Schm)· Ἡσύχ.· καὶ αὕτη φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἡ [[ἔννοια]] ἔν τινι Ἀττικ. ἐπιγρ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 17 κἑξ.), πρῶτος ῥ., [[δεύτερος]] ῥ., κτλ.· ἴδε Böckm. σελ. 234. V. «[[σταθμίον]] τι παρὰ Ροδίοις» Σουΐδ.
|lstext='''ῥῡμός''': -οῦ, ὁ, (ῥύω, [[ἐρύω]]) τὸ πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἐκτεινόμενον [[ξύλον]] τῆς ἁμάξης ἀπὸ τοῦ μέσου τοῦ ἄξονος [[μέχρι]] τοῦ ζυγοῦ, Ἰλ. Κ. 505, Ψ. 393, Ω. 271, Ἡρόδ. 4. 69· ἐν πρώτῳ ῥυμῷ, «ἐν τῷ ἄκρῳ τοῦ ῥυμοῦ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ζ. 40, Π. 371· - [[ὡσαύτως]], [[τρεῖς]] ἀστέρες ἐν τῷ ἀστερισμῷ τῆς Ἄρκτου, «καὶ τῆς ἄρκτου οἱ κατὰ τὴν οὐρὰν [[τρεῖς]] ἀστέρες ὑπὸ τοῦ Ἡρακλείτου» Σουΐδ. ΙΙ. = ῥυτὴρ 2, ὁ ἱμὰς δι’ οὗ ὁ [[ἵππος]] σύρει τὴν ἅμαξαν, Αἰλ. περὶ Ζ. 10.48. ΙΙΙ. [[ὁλκός]], Λατ. tractus, ἐπὶ τῆς γραμμῆς ἣν σχηματίζει διᾴττων [[ἀστήρ]], Ἄρατ. 927. IV. = [[τάξις]], ([[ἀλλά]]: [[ῥύμη]]· [[τάξις]] ἔρημος» Schm)· Ἡσύχ.· καὶ αὕτη φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἡ [[ἔννοια]] ἔν τινι Ἀττικ. ἐπιγρ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 17 κἑξ.), πρῶτος ῥ., [[δεύτερος]] ῥ., κτλ.· ἴδε Böckm. σελ. 234. V. «[[σταθμίον]] τι παρὰ Ροδίοις» Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> timon d’une voiture;<br /><b>2</b> trait d’un attelage.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥυ tirer ; cf. [[ἐρύω]] et [[ῥύομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml