3,274,522
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0853.png Seite 853]] τό, 1) das, was man wegzieht, wegschleppt, Raub, Beute, Kriegsbeute; ῥύσι' ἐλαυνόμενος, Il. 11, 674; τοῦ ῥυσίου θ' ἥμαρτε, Aesch. Ag. 521. – 2) das als Pfand Weggenommene, Abgepfändete, das Unterpfand, wodurch ich mich bezahlt mache, od. einen Anderen mir gerecht zu werden zwinge, τὸ [[ἕνεκα]] ἐνεχύρου κατεχόμενον, Hesych., wie Phot. ἐνέχυρα erkl.; Soph. sagt O. C. 858 καὶ μεῖζον ἆρα [[ῥύσιον]] πόλει [[τάχα]] θήσεις, Oedipus soll das Unterpfand sein; Andere erklären Böses mit Bösem vergelten, wie φόνον φόνου δὲ [[ῥύσιον]] τίσω Phil. 959, Bußgeld, wie Eust. erkl.: τὰ [[ἀντί]] τινων ῥυόμενα, ὅ ἐστιν ἑλκόμενα, καὶ ἀντὶ τῶν προαρπασθέντων ἁρπαζόμενα, Repressalien; so καταγγέλλειν ῥύσιά τινι, gegen Einen die Erlaubniß ertheilen, Repressalien zu brauchen, Pol. 4, 53, 2; so ῥύσια ᾐτοῦντο τοὺς Ἀχαιοὺς οἱ Δήλιοι κατὰ τῶν Ἀθηναίων, 32, 17, 1; und τὰ ῥύσια ἀποδοῦναι τοῖς αἰτουμένοις [[κατά]] τινος, 23, 2, 13. – 3) die Rettung, Aesch. Spt. 310, vgl. [[ῥύσιος]], der Schutz; ῥύσια δόντες, Solon b. Plut. Sol. 30, statt φυλακήν, Wache, [[varia lectio|v.l.]] ἐρύματα. – Auch Dankopfer, ὠδίνων, für glückliche Geburt, Pers. 2 (VI, 274). – Uebh. Lösegeld, [[λύτρον]], VLL. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0853.png Seite 853]] τό, 1) das, was man wegzieht, wegschleppt, Raub, Beute, Kriegsbeute; ῥύσι' ἐλαυνόμενος, Il. 11, 674; τοῦ ῥυσίου θ' ἥμαρτε, Aesch. Ag. 521. – 2) das als Pfand Weggenommene, Abgepfändete, das Unterpfand, wodurch ich mich bezahlt mache, od. einen Anderen mir gerecht zu werden zwinge, τὸ [[ἕνεκα]] ἐνεχύρου κατεχόμενον, Hesych., wie Phot. ἐνέχυρα erkl.; Soph. sagt O. C. 858 καὶ μεῖζον ἆρα [[ῥύσιον]] πόλει [[τάχα]] θήσεις, Oedipus soll das Unterpfand sein; Andere erklären Böses mit Bösem vergelten, wie φόνον φόνου δὲ [[ῥύσιον]] τίσω Phil. 959, Bußgeld, wie Eust. erkl.: τὰ [[ἀντί]] τινων ῥυόμενα, ὅ ἐστιν ἑλκόμενα, καὶ ἀντὶ τῶν προαρπασθέντων ἁρπαζόμενα, Repressalien; so καταγγέλλειν ῥύσιά τινι, gegen Einen die Erlaubniß ertheilen, Repressalien zu brauchen, Pol. 4, 53, 2; so ῥύσια ᾐτοῦντο τοὺς Ἀχαιοὺς οἱ Δήλιοι κατὰ τῶν Ἀθηναίων, 32, 17, 1; und τὰ ῥύσια ἀποδοῦναι τοῖς αἰτουμένοις [[κατά]] τινος, 23, 2, 13. – 3) die Rettung, Aesch. Spt. 310, vgl. [[ῥύσιος]], der Schutz; ῥύσια δόντες, Solon b. Plut. Sol. 30, statt φυλακήν, Wache, [[varia lectio|v.l.]] ἐρύματα. – Auch Dankopfer, ὠδίνων, für glückliche Geburt, Pers. 2 (VI, 274). – Uebh. Lösegeld, [[λύτρον]], VLL. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />v. [[ῥύσιος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥύσῐον''': [ῡ], τό, ([[ῥύομαι]], [[ἐρύω]]) τὸ ἁρπαζόμενον καὶ συρόμενον διὰ τῆς βίας: Ι. λάφυρον, [[λεία]], ρύσι’ ἐλαύνεσθαι, ἐπὶ βοσκημάτων, Ἰλ. Λ. 674· τοῦ ῥυσίου θ’ ἥμαρτε Αἰσχύλ. Ἀγ. 535 ([[ὅπερ]] [[ὅμως]] δύναται να ἀνήκῃ εἰς τὴν σημασίαν ΙΙ, ἴδε Ἔρμανν. ἐν τόπῳ) [[ῥύσιον]] πολεμίων ἄγων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 19, 2· κατὰ [[ῥύσιον]], ἐπὶ σκοπῷ λαφυραγωγήσεως, Συλλ. Ἐπιγρ. 2347c. 12. ΙΙ. τὸ ἁρπαζόμενον ὡς [[ἐγγύησις]], [[ἀσφάλεια]], [[ἐνέχυρον]], [[ῥύσια]] δοῦναι Σόλων 10. 3 ([[ἔνθα]] ἴδε Κοραῆν παρὰ τῷ Bach.)· ῥυσίων ἐφάψεται, θὰ σε ἁρπάσῃ ὡς [[ἐνέχυρον]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 412· ῥυσίων ἐφάπτορες [[αὐτόθι]] 728· μεῖζον [[ῥύσιον]] πόλει θήσεις· ἐφάψομαι γὰρ οὐ ταύταιν μόναιν, [[διότι]] οὐ μόνον ταύτας θὰ ἀπαγάγω (πρὸς ἀσφάλειαν τῶν Θηβῶν), ἀλλὰ καὶ κἄτι σπουδαιότερον, αὐτὸν τὸν Οἰδίποδα, Σοφ. Ο. Κ. 858· [[ῥύσιον]] [[θεῖναι]] τὸν παῖδα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 14, 1· [[ῥύσια]] κατέχειν ἀντὶ τινος Διον. Ἀλ. 5. 33. ΙΙΙ. τὸ λαμβανόμενον ὡς ἀποζημίωσις ἢ αὐτὴ ἡ ἀποζημίωσις, φόνον φόνου [[ῥύσιον]] τῖσαι, ἀποτῖσαι φόνον ἀντὶ φόνου, Σοφ. Φιλ. 959· [[ῥύσια]] καταγγέλειν, ἀπειλεῖν [[ἀντίποινα]], Πολύβ. 4. 53, 2. 2) [[ῥύσια]], τὰ, [[ἀπαίτησις]] ἀποζημιώσεως διὰ πρόσωπα ἢ πράγματα βίᾳ καταληφθέντα, [[ῥύσια]] αἰτεῖσθαι, ἐγείρειν τοιαύτην ἀπαίτησιν, ὁ αὐτ. 32. 17, 1· [[ὡσαύτως]], ῥ. ἀποδοῦναί τινι κατὰ τινος ὁ αὐτ. 23. 2, 13. IV. [[ῥύσια]], τά, (πρβλ. [[ῥύσιος]]), [[ἀπολύτρωσις]], [[ἀπελευθέρωσις]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 314. 2) [[προσφορά]], δῶρα ἐπὶ σωτηρίᾳ, ῥ. ἀνάγειν Διον. Π. 527, πρβλ, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 605· ὠδίνων [[ῥύσια]] [[αὐτόθι]] 6. 274. - Καθ’ Ἡσύχ.: [[ῥύσιον]]· ἐλκυστόν. [[λύτρον]], [[τίμημα]], ἢ τὸ [[ἕνεκα]] ἀνεχύρου κατεχόμενον, παρὰ τὸ ῥύεσθαι τὸν καταχόμενον. | |lstext='''ῥύσῐον''': [ῡ], τό, ([[ῥύομαι]], [[ἐρύω]]) τὸ ἁρπαζόμενον καὶ συρόμενον διὰ τῆς βίας: Ι. λάφυρον, [[λεία]], ρύσι’ ἐλαύνεσθαι, ἐπὶ βοσκημάτων, Ἰλ. Λ. 674· τοῦ ῥυσίου θ’ ἥμαρτε Αἰσχύλ. Ἀγ. 535 ([[ὅπερ]] [[ὅμως]] δύναται να ἀνήκῃ εἰς τὴν σημασίαν ΙΙ, ἴδε Ἔρμανν. ἐν τόπῳ) [[ῥύσιον]] πολεμίων ἄγων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 19, 2· κατὰ [[ῥύσιον]], ἐπὶ σκοπῷ λαφυραγωγήσεως, Συλλ. Ἐπιγρ. 2347c. 12. ΙΙ. τὸ ἁρπαζόμενον ὡς [[ἐγγύησις]], [[ἀσφάλεια]], [[ἐνέχυρον]], [[ῥύσια]] δοῦναι Σόλων 10. 3 ([[ἔνθα]] ἴδε Κοραῆν παρὰ τῷ Bach.)· ῥυσίων ἐφάψεται, θὰ σε ἁρπάσῃ ὡς [[ἐνέχυρον]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 412· ῥυσίων ἐφάπτορες [[αὐτόθι]] 728· μεῖζον [[ῥύσιον]] πόλει θήσεις· ἐφάψομαι γὰρ οὐ ταύταιν μόναιν, [[διότι]] οὐ μόνον ταύτας θὰ ἀπαγάγω (πρὸς ἀσφάλειαν τῶν Θηβῶν), ἀλλὰ καὶ κἄτι σπουδαιότερον, αὐτὸν τὸν Οἰδίποδα, Σοφ. Ο. Κ. 858· [[ῥύσιον]] [[θεῖναι]] τὸν παῖδα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 14, 1· [[ῥύσια]] κατέχειν ἀντὶ τινος Διον. Ἀλ. 5. 33. ΙΙΙ. τὸ λαμβανόμενον ὡς ἀποζημίωσις ἢ αὐτὴ ἡ ἀποζημίωσις, φόνον φόνου [[ῥύσιον]] τῖσαι, ἀποτῖσαι φόνον ἀντὶ φόνου, Σοφ. Φιλ. 959· [[ῥύσια]] καταγγέλειν, ἀπειλεῖν [[ἀντίποινα]], Πολύβ. 4. 53, 2. 2) [[ῥύσια]], τὰ, [[ἀπαίτησις]] ἀποζημιώσεως διὰ πρόσωπα ἢ πράγματα βίᾳ καταληφθέντα, [[ῥύσια]] αἰτεῖσθαι, ἐγείρειν τοιαύτην ἀπαίτησιν, ὁ αὐτ. 32. 17, 1· [[ὡσαύτως]], ῥ. ἀποδοῦναί τινι κατὰ τινος ὁ αὐτ. 23. 2, 13. IV. [[ῥύσια]], τά, (πρβλ. [[ῥύσιος]]), [[ἀπολύτρωσις]], [[ἀπελευθέρωσις]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 314. 2) [[προσφορά]], δῶρα ἐπὶ σωτηρίᾳ, ῥ. ἀνάγειν Διον. Π. 527, πρβλ, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 605· ὠδίνων [[ῥύσια]] [[αὐτόθι]] 6. 274. - Καθ’ Ἡσύχ.: [[ῥύσιον]]· ἐλκυστόν. [[λύτρον]], [[τίμημα]], ἢ τὸ [[ἕνεκα]] ἀνεχύρου κατεχόμενον, παρὰ τὸ ῥύεσθαι τὸν καταχόμενον. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |