Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥιπίς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0845.png Seite 845]] ίδος, ἡ, 1) der Fächer, um Feuer damit anzufachen; Ar. Ach. 641. 853; Eubul. bei Ath. III, 108 b; πτερίνα, Aristo 1 (VI, 306); dah. auch der Blasebalg. – 2) der Fächer, sich damit zu fächeln, abzukühlen; καi [[σκιάδιον]], D. Hal. 7, 9; [[πρηεῖα]], Diosc. (VI, 290). – Auch = ῥίψ, Matte, geflochtene Decke, Hesych. lakonisch [[ῥιπίς]], der auch [[ῥιπίς]] durch τοῦ σκέλους τὸ [[ἀκροκώλιον]] erklärt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0845.png Seite 845]] ίδος, ἡ, 1) der Fächer, um Feuer damit anzufachen; Ar. Ach. 641. 853; Eubul. bei Ath. III, 108 b; πτερίνα, Aristo 1 (VI, 306); dah. auch der Blasebalg. – 2) der Fächer, sich damit zu fächeln, abzukühlen; καi [[σκιάδιον]], D. Hal. 7, 9; [[πρηεῖα]], Diosc. (VI, 290). – Auch = ῥίψ, Matte, geflochtene Decke, Hesych. lakonisch [[ῥιπίς]], der auch [[ῥιπίς]] durch τοῦ σκέλους τὸ [[ἀκροκώλιον]] erklärt.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />soufflet pour souffler le feu.<br />'''Étymologie:''' [[ῥίπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῑπίς''': ἡ, (ῥίψ) [[φυσητήριον]], ἀνεμιστήριον πρὸς ἔξαψιν τοῦ [[πυρός]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 669, 888· ῥ. δ’ ἐγείρει.. Ἡφαίστου κύνας, δηλ. τὰς κοιμωμένας φλόγας, Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 7· ῥ. πτερίνα Ἀνθ. Π. 6. 306. ΙΙ. ῥιπίδιον γυναικός, Στράττις ἐν «Ψυχασταῖς» 6, Διον. Ἁλ. 7. 9, Ἀνθ. Π. 6. 290. ΙΙΙ. = ῥίψ, Κράτης ἐν «Ἥρωσιν» 6. [Ἡ αἰτ. ῥιπῖδα ἀπαντᾷ ἐν Ἀνθ. Π. 306, ὁ δὲ Δράκων 23 λέγει ὅτι αὕτη ἡ [[ποσότης]] ἦν κοινὴ παρ’ Ἕλλησιν· ἀλλὰ ῥιπίδα, -ίδι παρ’ Ἀριστοφ., κλ.].
|lstext='''ῥῑπίς''': ἡ, (ῥίψ) [[φυσητήριον]], ἀνεμιστήριον πρὸς ἔξαψιν τοῦ [[πυρός]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 669, 888· ῥ. δ’ ἐγείρει.. Ἡφαίστου κύνας, δηλ. τὰς κοιμωμένας φλόγας, Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 7· ῥ. πτερίνα Ἀνθ. Π. 6. 306. ΙΙ. ῥιπίδιον γυναικός, Στράττις ἐν «Ψυχασταῖς» 6, Διον. Ἁλ. 7. 9, Ἀνθ. Π. 6. 290. ΙΙΙ. = ῥίψ, Κράτης ἐν «Ἥρωσιν» 6. [Ἡ αἰτ. ῥιπῖδα ἀπαντᾷ ἐν Ἀνθ. Π. 306, ὁ δὲ Δράκων 23 λέγει ὅτι αὕτη ἡ [[ποσότης]] ἦν κοινὴ παρ’ Ἕλλησιν· ἀλλὰ ῥιπίδα, -ίδι παρ’ Ἀριστοφ., κλ.].
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />soufflet pour souffler le feu.<br />'''Étymologie:''' [[ῥίπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml