Anonymous

ῥάσσω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0834.png Seite 834]] schlagen, stoßen; ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον οὕτω διέθηκαν, ὥςτε τὸ [[χεῖλος]] διακόψαι, Dem. 54, 8, woraus es B. A. 113 augeführt ist mit der Erkl. καταβαλεῖν; zerschlagen, zerschmettern, zerreißen, übh. theilen, s. [[ῥήσσω]] u. [[ἀράσσω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0834.png Seite 834]] schlagen, stoßen; ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον οὕτω διέθηκαν, ὥςτε τὸ [[χεῖλος]] διακόψαι, Dem. 54, 8, woraus es B. A. 113 augeführt ist mit der Erkl. καταβαλεῖν; zerschlagen, zerschmettern, zerreißen, übh. theilen, s. [[ῥήσσω]] u. [[ἀράσσω]].
}}
{{bailly
|btext=heurter, frapper, battre.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. claire.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥάσσω''': Ἀττ. -ττω, (συρ-) Διον. Ἁλ. 8. 18· - μέλλ. ῥάξω (ξυρ-) Θουκ. 8. 96· ἀόρ. ἔρραξα Δημ. 1259. 11, (συν-) Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 16. - Παθ. μέλλ., (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ) ῥάξομαι (καταρ-) Πλουτ. Καῖσ. 44· ἀόρ. ἐρράχθην (ἐπι-) Διον. Ἁλ. 8. 18· Ὡς τὸ [[ἀράσσω]], κτυπῶ, [[καταρρίπτω]], [[ῥίπτω]] μεθ’ ὁρμῆς, ὠθῶ, εἶθ’ ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες [[ὥστε]] κτλ. Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[πατάσσω]], ῥάξει ὁ Θεὸς τοὺς ἐπανισταμένους ἐπὶ ὅρος Σιὼν ἐπ’ αὐτὸν Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Θ΄, 11).
|lstext='''ῥάσσω''': Ἀττ. -ττω, (συρ-) Διον. Ἁλ. 8. 18· - μέλλ. ῥάξω (ξυρ-) Θουκ. 8. 96· ἀόρ. ἔρραξα Δημ. 1259. 11, (συν-) Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 16. - Παθ. μέλλ., (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ) ῥάξομαι (καταρ-) Πλουτ. Καῖσ. 44· ἀόρ. ἐρράχθην (ἐπι-) Διον. Ἁλ. 8. 18· Ὡς τὸ [[ἀράσσω]], κτυπῶ, [[καταρρίπτω]], [[ῥίπτω]] μεθ’ ὁρμῆς, ὠθῶ, εἶθ’ ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες [[ὥστε]] κτλ. Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[πατάσσω]], ῥάξει ὁ Θεὸς τοὺς ἐπανισταμένους ἐπὶ ὅρος Σιὼν ἐπ’ αὐτὸν Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Θ΄, 11).
}}
{{bailly
|btext=heurter, frapper, battre.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. claire.
}}
}}
{{Slater
{{Slater