Anonymous

βάλανος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> gland;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> fruits <i>ou</i> objets divers en forme de gland :<br /><b>1</b> datte;<br /><b>2</b> pêne, morceau de fer pour assujettir un verrou;<br /><b>3</b> gland du pénis.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> glans.
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> gland;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> fruits <i>ou</i> objets divers en forme de gland :<br /><b>1</b> datte;<br /><b>2</b> pêne, morceau de fer pour assujettir un verrou;<br /><b>3</b> gland du pénis.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> glans.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βάλᾰνος''': [βᾰ], ἡ, βαλανίδιον, Λατ. glans, ὁ [[καρπὸς]] τῆς δρυὸς (πρβλ. [[ἄκυλος]]) παρεχόμενος εἰς τοὺς χοίρους, Ὀδ. Κ. 242., Ν. 409, πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 21, 6· – πᾶς [[ὅμοιος]] τῇ βαλάνῳ καρπός, ὁ φοίνιξ, Ἡροδ.1. 193., Ξεν.Ἀν. 2.3,15· [[Διός]] βάλ., το γλυκὺ κάστανον, ἴδε Sprengel Διοσκ. 1. 145· ἡ μυρεψικὴ
|elnltext=[[βάλανος]] -ον, <br /><b class="num">1.</b> eikel.<br /><b class="num">2.</b> vrucht die lijkt op een eikel, dadel:. ὁ ψὴν τὴν βάλανον ἐσδύνων terwijl de galwesp binnendringt in de dadel (van de dadelpalm) Hdt. 1.193.5.<br /><b class="num">3.</b> voorwerp dat lijkt op een eikel (een bolletje op een steeltje) borgpen, slotpin (om de grendel vast te zetten):. [[τὰς]] πύλας... ἔκλῃσε στυρακίῳ ἀκοντίου ἀντὶ βαλάνου [[χρησάμενος]] ἐς τὸν μοχλόν hij sloot de poorten door de punt van een speer bij wijze van borgpen in de grendel te steken Thuc. 2.4.3.<br /><b class="num">4.</b> geneesk. zetpil.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[βάλανος]])<br /><b>1.</b> το [[άκρο]], το [[κεφάλι]] του πέους<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] γένους θυσανόποδων καρκινοειδών, βαλανίδι της θάλασσας<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[καρπός]] της βαλανιδιάς, βαλανίδι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[βαλανιδιά]]<br /><b>2.</b> [[καρφί]] ή [[κομμάτι]] από [[σίδερο]] το οποίο περνούσε [[μέσα]] από την [[τρύπα]] του ξύλινου μοχλού, δηλ. της αμπάρας της θύρας και τον στερέωνε στην [[παραστάδα]]<br /><b>3.</b> η καθαρτική [[βάλανος]], «ἐκ στέατος καὶ λίτρου», που χρησιμοποιούσαν για υποκλυσμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>wo</sup><i>l</i>-<i>ә</i><i>no</i>-. Η λ. συνδέεται με το αρμ. <i>kαtin</i> (γεν. <i>kαtnoy</i>) με διαφορετικό [[επίθημα]] -<i>eno</i>- [[έναντι]] του ελλ. -<i>∂ηο</i> (-<i>ņmo</i>-) [[καθώς]] και με (τους οδοντικά παρεκτεταμένους τύπους και από [[άλλη]] [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>g</i><sup>w</sup><i>el</i>-»[[βαλανιδιά]]»), λατ. <i>gl</i><i>ā</i><i>ns</i>, (-<i>ndis</i>), αρχ. σλαβ. <i>želodĭ</i>, αλβ. <i>lend</i> και —με [[απόκλιση]] στον σχηματισμό— λιθ. <i>ğilė</i>. Η [[υπόθεση]] συσχετισμού αυτών των λέξεων με το [[βάλλω]] δεν έχει ισχυρή [[βάση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βαλανίδιον]], [[βαλανίζω]], [[βαλανίς]], [[βαλανώ]], [[βαλανώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[βαλάνιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[βαλανάγρα]], [[βαλανηφάγος]], [[βαλανηφόρος]], [[βαλανοδόκη]]<br />(Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> αγριοβάλανος, αντιβάλανος, [[διοσβάλανος]], [[δρυοβάλανος]], [[μονοβάλανος]], [[μυροβάλανος]], [[πεντεβάλανος]], [[πρινοβάλανος]], [[φοινικοβάλανος]], [[χαμαιβάλανος]], [[χρυσοβάλανος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βάλᾰνος:''' [βᾰ], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[βελανίδι]], Λατ. [[glans]], [[φρούτο]], [[καρπός]] του φυτού «[[φηγός]]», το οποίο παρέχεται στους χοίρους, σε Ομήρ. Οδ.· οποιοδήποτε παρόμοιο με το [[βελανίδι]] [[φρούτο]], [[χουρμάς]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> (από την [[ομοιότητα]] του σχήματος), σιδερένια [[σφήνα]], [[σύρτης]], [[μάνταλο]], Λατ. [[pessulus]], το οποίο διαπερνά τον ξύλινο μοχλό (<i>μόχλος</i>) και εισέρχεται στις παραστάδες της πόρτας, με τέτοιον τρόπο ώστε ο [[μοχλός]] να μην κινείται [[μέχρι]] να τραβηχτεί ο [[σύρτης]] με ένα [[κλειδί]] ή γάντζο (βλ. [[βαλανάγρα]]), σε Αριστοφ., Θουκ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 37: Line 31:
|mdlsjtxt=[deriv. uncertain]<br /><b class="num">I.</b> an [[acorn]], Lat. [[glans]], the [[fruit]] of the [[φηγός]], given to [[swine]], Od.:— any [[similar]] [[fruit]], the [[date]], Hdt., Xen.<br /><b class="num">II.</b> from [[similarity]] of [[shape]], an [[iron]] peg, a [[bolt]]-pin, Lat. [[pessulus]], passed [[through]] the [[wooden]] bar ([[μοχλός]]) [[into]] the [[door]]-[[post]], so that the bar could not be removed [[till]] the pin was taken out with a [[hook]] ([[βαλανάγρα]]), Ar., Thuc.
|mdlsjtxt=[deriv. uncertain]<br /><b class="num">I.</b> an [[acorn]], Lat. [[glans]], the [[fruit]] of the [[φηγός]], given to [[swine]], Od.:— any [[similar]] [[fruit]], the [[date]], Hdt., Xen.<br /><b class="num">II.</b> from [[similarity]] of [[shape]], an [[iron]] peg, a [[bolt]]-pin, Lat. [[pessulus]], passed [[through]] the [[wooden]] bar ([[μοχλός]]) [[into]] the [[door]]-[[post]], so that the bar could not be removed [[till]] the pin was taken out with a [[hook]] ([[βαλανάγρα]]), Ar., Thuc.
}}
}}
{{elnl
{{grml
|elnltext=[[βάλανος]] -ον, <br /><b class="num">1.</b> eikel.<br /><b class="num">2.</b> vrucht die lijkt op een eikel, dadel:. ὁ ψὴν τὴν βάλανον ἐσδύνων terwijl de galwesp binnendringt in de dadel (van de dadelpalm) Hdt. 1.193.5.<br /><b class="num">3.</b> voorwerp dat lijkt op een eikel (een bolletje op een steeltje) borgpen, slotpin (om de grendel vast te zetten):. [[τὰς]] πύλας... ἔκλῃσε στυρακίῳ ἀκοντίου ἀντὶ βαλάνου [[χρησάμενος]] ἐς τὸν μοχλόν hij sloot de poorten door de punt van een speer bij wijze van borgpen in de grendel te steken Thuc. 2.4.3.<br /><b class="num">4.</b> geneesk. zetpil.
|mltxt=η (AM [[βάλανος]])<br /><b>1.</b> το [[άκρο]], το [[κεφάλι]] του πέους<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] γένους θυσανόποδων καρκινοειδών, βαλανίδι της θάλασσας<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[καρπός]] της βαλανιδιάς, βαλανίδι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[βαλανιδιά]]<br /><b>2.</b> [[καρφί]] ή [[κομμάτι]] από [[σίδερο]] το οποίο περνούσε [[μέσα]] από την [[τρύπα]] του ξύλινου μοχλού, δηλ. της αμπάρας της θύρας και τον στερέωνε στην [[παραστάδα]]<br /><b>3.</b> η καθαρτική [[βάλανος]], «ἐκ στέατος καὶ λίτρου», που χρησιμοποιούσαν για υποκλυσμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>wo</sup><i>l</i>-<i>ә</i><i>no</i>-. Η λ. συνδέεται με το αρμ. <i>kαtin</i> (γεν. <i>kαtnoy</i>) με διαφορετικό [[επίθημα]] -<i>eno</i>- [[έναντι]] του ελλ. -<i>∂ηο</i> (-<i>ņmo</i>-) [[καθώς]] και με (τους οδοντικά παρεκτεταμένους τύπους και από [[άλλη]] [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>g</i><sup>w</sup><i>el</i>-»[[βαλανιδιά]]»), λατ. <i>gl</i><i>ā</i><i>ns</i>, (-<i>ndis</i>), αρχ. σλαβ. <i>želodĭ</i>, αλβ. <i>lend</i> και —με [[απόκλιση]] στον σχηματισμό— λιθ. <i>ğilė</i>. Η [[υπόθεση]] συσχετισμού αυτών των λέξεων με το [[βάλλω]] δεν έχει ισχυρή [[βάση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βαλανίδιον]], [[βαλανίζω]], [[βαλανίς]], [[βαλανώ]], [[βαλανώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[βαλάνιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[βαλανάγρα]], [[βαλανηφάγος]], [[βαλανηφόρος]], [[βαλανοδόκη]]<br />(Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> αγριοβάλανος, αντιβάλανος, [[διοσβάλανος]], [[δρυοβάλανος]], [[μονοβάλανος]], [[μυροβάλανος]], [[πεντεβάλανος]], [[πρινοβάλανος]], [[φοινικοβάλανος]], [[χαμαιβάλανος]], [[χρυσοβάλανος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βάλᾰνος:''' [βᾰ], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[βελανίδι]], Λατ. [[glans]], [[φρούτο]], [[καρπός]] του φυτού «[[φηγός]]», το οποίο παρέχεται στους χοίρους, σε Ομήρ. Οδ.· οποιοδήποτε παρόμοιο με το [[βελανίδι]] [[φρούτο]], [[χουρμάς]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> (από την [[ομοιότητα]] του σχήματος), σιδερένια [[σφήνα]], [[σύρτης]], [[μάνταλο]], Λατ. [[pessulus]], το οποίο διαπερνά τον ξύλινο μοχλό (<i>μόχλος</i>) και εισέρχεται στις παραστάδες της πόρτας, με τέτοιον τρόπο ώστε ο [[μοχλός]] να μην κινείται [[μέχρι]] να τραβηχτεί ο [[σύρτης]] με ένα [[κλειδί]] ή γάντζο (βλ. [[βαλανάγρα]]), σε Αριστοφ., Θουκ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{ls
|lstext='''βάλᾰνος''': [βᾰ], ἡ, βαλανίδιον, Λατ. glans, ὁ [[καρπὸς]] τῆς δρυὸς (πρβλ. [[ἄκυλος]]) παρεχόμενος εἰς τοὺς χοίρους, Ὀδ. Κ. 242., Ν. 409, πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 21, 6· – πᾶς [[ὅμοιος]] τῇ βαλάνῳ καρπός, ὁ φοίνιξ, Ἡροδ.1. 193., Ξεν.Ἀν. 2.3,15· [[Διός]] βάλ., το γλυκὺ κάστανον, ἴδε Sprengel Διοσκ. 1. 145· ἡ μυρεψικὴ
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe