Anonymous

βούλησις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> volonté, désir;<br /><b>2</b> dessein, intention;<br /><b>3</b> <i>t. de gramm.</i> [[βούλησις]] ὀνόματος signification d'un mot.<br />'''Étymologie:''' [[βούλομαι]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> volonté, désir;<br /><b>2</b> dessein, intention;<br /><b>3</b> <i>t. de gramm.</i> [[βούλησις]] ὀνόματος signification d'un mot.<br />'''Étymologie:''' [[βούλομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βούλησις''': -εως, ἡ, [[θέλησις]]· τὸ θέλημά τινος, [[σκοπός]], [[πρόθεσις]], πράσσειν β. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1305· πρβλ. Θουκ. 3. 39, Πλάτ. Γοργ. 509D, κτλ.· βούλησιν ἐλπίζει, τρέφει ἐλπίδα καὶ σκοπόν, Θουκ. 6. 78· κατὰ τὴν β. Πλάτ. Κρατ. 420D, κ. ἀλλ.· παρὰ τὴν βούλησιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 5· -πληθ., Πλάτ. Νόμ. 688Β, κτλ. ΙΙ. ὁ σκοπὸς ἢ ἡ [[σημασία]] ποιήματος, ὁ αὐτ. Πρωτ. 344Β· ἡ [[σημασία]] λέξεώς τινος, ὁ αὐτ. Κρατ. 421Β.
|elnltext=[[βούλησις]] -εως, ἡ [[βούλομαι]]<br /><b class="num">1.</b> wil, verlangen:; [[οὐκ]] ἀνθρωπίνης δυνάμεως βούλησιν ἐλπίζει hij koestert een wens die niet binnen de menselijke macht ligt Thuc. 6.78.2; δύναμιν ἢ βούλησιν; macht of wil? Plat. Grg. 509d; opzet:. ἔπραξε... βούλησιν ἣν ἐβούλετο zij is geslaagd in de opzet die zij wilde Eur. HF 1305.<br /><b class="num">2.</b> bedoeling, betekenis:. ἡ β. ([[τοῦ]] ᾄσματος) de bedoeling (van het gedicht) Plat. Prot. 344b; ἡ β. [[τοῦ]] ὀνόματος de betekenis van het woord Plat. Crat. 421b.
}}
{{elru
|elrutext='''βούλησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. воля, желание, тж. намерение: ἔπραξε βούλησιν ἣν ἐβούλετο Eur. она добилась всего, чего хотела; βούλησιν ἐλπίζειν Thuc. надеяться на осуществление желания, лелеять надежду; τῆς βουλήσεως ἁμαρτάνειν Thuc. не осуществить (своего) желания; κατὰ τὴν βούλησιν Plat. согласно желанию; παρὰ τὴν βούλησιν Arst. против воли;<br /><b class="num">2)</b> [[значение]], [[смысл]] (ὀνόματος Plat.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βούλομαι]]<br /><b class="num">I.</b> a [[willing]]: one's [[will]], [[intention]], [[purpose]], Eur., Thuc., etc.<br /><b class="num">II.</b> the [[purpose]] or [[meaning]] of a [[poem]], Plat.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 28: Line 34:
|mltxt=η (AM [[βούλησις]]) [[βούλομαι]]<br /><b>1.</b> [[θέληση]], [[επιθυμία]]<br /><b>2.</b> [[πρόθεση]], [[σκοπός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ικανότητα]] του υποκειμένου να αντιδρά στην κατάστασή του ([[ορμή]], άμεση [[αντίδραση]] σε μια [[κατάσταση]], [[προσπάθεια]] για έναν σκοπό, [[απόφαση]] και [[συγκέντρωση]] της θέλησης [[προς]] τον σκοπό)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «[[δήλωση]] βουλήσεως» — [[δήλωση]] με την οποία [[φυσικό]] ή νομικό [[πρόσωπο]] επιδιώκει να επιφέρει έννομα αποτελέσματα<br />β. «[[κατά]] βούλησιν» — στρατιωτικό, [[παράγγελμα]] που παρέχει μεγαλύτερη [[ευχέρεια]] στην [[εκτέλεση]] κίνησης ή βολής<br /><b>αρχ.</b><br />η [[σημασία]] ενός ποιήματος ή μιας λέξης.
|mltxt=η (AM [[βούλησις]]) [[βούλομαι]]<br /><b>1.</b> [[θέληση]], [[επιθυμία]]<br /><b>2.</b> [[πρόθεση]], [[σκοπός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ικανότητα]] του υποκειμένου να αντιδρά στην κατάστασή του ([[ορμή]], άμεση [[αντίδραση]] σε μια [[κατάσταση]], [[προσπάθεια]] για έναν σκοπό, [[απόφαση]] και [[συγκέντρωση]] της θέλησης [[προς]] τον σκοπό)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «[[δήλωση]] βουλήσεως» — [[δήλωση]] με την οποία [[φυσικό]] ή νομικό [[πρόσωπο]] επιδιώκει να επιφέρει έννομα αποτελέσματα<br />β. «[[κατά]] βούλησιν» — στρατιωτικό, [[παράγγελμα]] που παρέχει μεγαλύτερη [[ευχέρεια]] στην [[εκτέλεση]] κίνησης ή βολής<br /><b>αρχ.</b><br />η [[σημασία]] ενός ποιήματος ή μιας λέξης.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βούλησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. воля, желание, тж. намерение: ἔπραξε βούλησιν ἣν ἐβούλετο Eur. она добилась всего, чего хотела; βούλησιν ἐλπίζειν Thuc. надеяться на осуществление желания, лелеять надежду; τῆς βουλήσεως ἁμαρτάνειν Thuc. не осуществить (своего) желания; κατὰ τὴν βούλησιν Plat. согласно желанию; παρὰ τὴν βούλησιν Arst. против воли;<br /><b class="num">2)</b> [[значение]], [[смысл]] (ὀνόματος Plat.).
|lstext='''βούλησις''': -εως, ἡ, [[θέλησις]]· τὸ θέλημά τινος, [[σκοπός]], [[πρόθεσις]], πράσσειν β. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1305· πρβλ. Θουκ. 3. 39, Πλάτ. Γοργ. 509D, κτλ.· βούλησιν ἐλπίζει, τρέφει ἐλπίδα καὶ σκοπόν, Θουκ. 6. 78· κατὰ τὴν β. Πλάτ. Κρατ. 420D, κ. ἀλλ.· παρὰ τὴν βούλησιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 5· -πληθ., Πλάτ. Νόμ. 688Β, κτλ. ΙΙ. ὁ σκοπὸς ἢ ἡ [[σημασία]] ποιήματος, ὁ αὐτ. Πρωτ. 344Β· ἡ [[σημασία]] λέξεώς τινος, ὁ αὐτ. Κρατ. 421Β.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βούλομαι]]<br /><b class="num">I.</b> a [[willing]]: one's [[will]], [[intention]], [[purpose]], Eur., Thuc., etc.<br /><b class="num">II.</b> the [[purpose]] or [[meaning]] of a [[poem]], Plat.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βούλησις]] -εως, ἡ [[βούλομαι]]<br /><b class="num">1.</b> wil, verlangen:; [[οὐκ]] ἀνθρωπίνης δυνάμεως βούλησιν ἐλπίζει hij koestert een wens die niet binnen de menselijke macht ligt Thuc. 6.78.2; δύναμιν ἢ βούλησιν; macht of wil? Plat. Grg. 509d; opzet:. ἔπραξε... βούλησιν ἣν ἐβούλετο zij is geslaagd in de opzet die zij wilde Eur. HF 1305.<br /><b class="num">2.</b> bedoeling, betekenis:. ἡ β. ([[τοῦ]] ᾄσματος) de bedoeling (van het gedicht) Plat. Prot. 344b; β. [[τοῦ]] ὀνόματος de betekenis van het woord Plat. Crat. 421b.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[intention]], [[meaning]], [[volition]], [[will]], [[wish]]
|woodrun=[[intention]], [[meaning]], [[volition]], [[will]], [[wish]]
}}
}}