Anonymous

βοηδρόμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ος, ον :<br />qui accourt à l'aide ; secourable.<br />'''Étymologie:''' [[βοή]], [[δραμεῖν]].
|btext=ος, ον :<br />qui accourt à l'aide ; secourable.<br />'''Étymologie:''' [[βοή]], [[δραμεῖν]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βοηδρόμος''': -ον, (πρβλ. [[βοηθόος]]) παρέχων βοήθειαν, βοηθός, [[ἐπίκουρος]], Εὐρ. Φοιν. 1432 · β. ποδὶ ὁ αὐτ. Ὀρ. 1290 · ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλ. 69.
|elnltext=[[βοηδρόμος]] -ον [[βοή]], [[δραμεῖν]] te hulp snellend.
}}
{{elru
|elrutext='''βοηδρόμος:''' дор. [[βοαδρόμος|βοᾱδρόμος]] 2 бегущий на помощь ([[πούς]] Eur.): [[ὑστέρα]] β. [[πάρειμι]] Eur. я слишком поздно подоспела с помощью; β. [[ὑπέρ]] τινος Anth. спешащий на помощь кому(чему)-л.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''βοηδρόμος:''' -ον ([[βοή]], [[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει για να καλέσει [[βοήθεια]], αυτός που παρέχει [[αρωγή]], που συνδράμει, [[βοηθός]], σε Ευρ.· πρβλ. βοη-θόος.
|lsmtext='''βοηδρόμος:''' -ον ([[βοή]], [[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει για να καλέσει [[βοήθεια]], αυτός που παρέχει [[αρωγή]], που συνδράμει, [[βοηθός]], σε Ευρ.· πρβλ. βοη-θόος.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βοηδρόμος:''' дор. [[βοαδρόμος|βοᾱδρόμος]] 2 бегущий на помощь ([[πούς]] Eur.): [[ὑστέρα]] β. [[πάρειμι]] Eur. я слишком поздно подоспела с помощью; β. [[ὑπέρ]] τινος Anth. спешащий на помощь кому(чему)-л.
|lstext='''βοηδρόμος''': -ον, (πρβλ. [[βοηθόος]]) παρέχων βοήθειαν, βοηθός, [[ἐπίκουρος]], Εὐρ. Φοιν. 1432 · β. ποδὶ ὁ αὐτ. Ὀρ. 1290 · ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλ. 69.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βοηδρόμος]] -ον [[βοή]], [[δραμεῖν]] te hulp snellend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj