Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Περσικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> de Perse, persan, persique ; Περσικὴ [[ὄρνις]] AR oiseau de Perse, le coq;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> ἡ Περσική ([[γῆ]]) la Perse;<br /><b>2</b> τὸ Περσικόν ([[ἔθνος]]) le peuple perse, le royaume de Perse ; (<i>s.e.</i> [[ἔθος]]) les coutumes des Perses ; (<i>s.e.</i> [[ὄρχημα]]) sorte de danse;<br /><b>3</b> τὰ Περσικά, écrits sur la Perse, histoire de Perse ; <i>ou</i> guerres contre les Perses ; <i>ou</i> trésors des Perses.<br />'''Étymologie:''' [[Πέρσης]]².
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> de Perse, persan, persique ; Περσικὴ [[ὄρνις]] AR oiseau de Perse, le coq;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> ἡ Περσική ([[γῆ]]) la Perse;<br /><b>2</b> τὸ Περσικόν ([[ἔθνος]]) le peuple perse, le royaume de Perse ; (<i>s.e.</i> [[ἔθος]]) les coutumes des Perses ; (<i>s.e.</i> [[ὄρχημα]]) sorte de danse;<br /><b>3</b> τὰ Περσικά, écrits sur la Perse, histoire de Perse ; <i>ou</i> guerres contre les Perses ; <i>ou</i> trésors des Perses.<br />'''Étymologie:''' [[Πέρσης]]².
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''Περσικός''': , -όν, ἀνήκων εἰς τοὺς Πέρσας, ἡ Περσικὴ (ἐξυπ. [[χώρα]]) ἡ Περσία, Ἡρόδ. 4. 39, κτλ.· ἐπίρρ. -κῶς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 1. 2) Περσικαί, αἱ, [[εἶδος]] ὑποδημάτων γυναικείων, Ἀριστοφ. Νεφ. 151· τὼ Περσικὰ (δυϊκ.) ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 229. 3) ψιλὴ Π., [[εἶδος]] περσικοῦ τάπητος, Ἀθήν. 197Β. 4) [[Περσικός]], ὁ, ἢ Περσικόν, τό, τὸ [[ῥοδάκινον]], Λατ. malium Persicum, ἴδε ἐν λ. [[μηλέα]], [[μῆλον]] (Β)· Π. [[καρύα]], ἡ, ἡ [[καρύα]] ἢ [[κάρυον]], «καρῦδι», Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 18, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2. 5) Π. [[ὄρνις]], ὁ κοινὸς [[ἀλεκτρυών]], [[πετεινός]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 485, 707· καλεῖται καὶ ὁ Περσικὸς παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Ὥραις» 1. 6) Περσικόν, τό, [[εἶδος]] Περσικῆς ὀρχήσεως, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1175, ἴδε Schneid. εἰς Ξεν. Ἀν. 6. 1, 10· πρβλ. [[ὄκλασμα]]. 7) τὰ Περσικά, ὁ Περσικὸς [[πόλεμος]], Πλάτ. Νόμ. 643D, κτλ.· παλαιότεροι συγγραφεῖς ἐκάλουν τὸν πόλεμον τοῦτον τὰ Μηδικὰ· ― ἀλλὰ, ὁ Π. [[πόλεμος]], ὁ πρὸς τὸν Περσέα [[πόλεμος]], Πολύβ. 3. 3, 8. ― Ἴδε Μ. Πανταζῆ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Η΄, σ. 210. 8) Περσικὸς κατήντησε νὰ σημαίνῃ τὸν πολυτελῆ, Περσικαὶ στολαὶ Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῖ» 4, πρβλ. Ἵππαρχον ἐν «Ἀνασῳζομένοις» 1.
|elnltext=Περσικός -ή -όν [Πέρσης: Pers] Perzisch;; Περσικὸς ὄρνις Perzische vogel (gezegd van een haan) Aristoph. Av. 485; spec. subst. ἡ Περσική Perzië; τὸ Περσικόν Perzische volk; Perzische dans:; ἐπαναφύσα Περσικόν blaas een Perzisch deuntje Aristoph. Th. 1175; αἱ Περσικαί en τὰ Περσικά Perzische slippers; Aristoph.; τὰ Περσικά Perzische oorlogen. Plat. Lg. 642d.
}}
{{elru
|elrutext='''Περσικός:''' [[Περσεύς]] 3] персеев Polyb.<br />[[Πέρσης]] II] персидский: Π. [[κόλπος]] Arst. Персидский залив; Περσικὴ [[ὄρνις]] Arph. петух.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Περσικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[περσικός]], <i>ἡ Περσικὴ</i> (ενν. [[χώρα]]), η Περσία, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>Περσικαί</i>, <i>αἱ</i>, είδος λεπτού παπουτσιού ή παντόφλες, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[Περσικός]], <i>ὁ</i>, ή <i>Περσικόν</i>, <i>τό</i>, το [[ροδάκινο]], Λατ. [[malum]] [[persicum]].4. Περσικὸς [[ὄρνις]], ο [[κοινός]] [[πετεινός]], στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> <i>τὰ Περσικά</i>, οι Περσικοί Πόλεμοι, σε Πλάτ. κ.λπ.· σε προγενέστερους συγγραφείς αναφέρονται ως <i>τὰ Μηδικά</i>.
|lsmtext='''Περσικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[περσικός]], <i>ἡ Περσικὴ</i> (ενν. [[χώρα]]), η Περσία, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>Περσικαί</i>, <i>αἱ</i>, είδος λεπτού παπουτσιού ή παντόφλες, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[Περσικός]], <i>ὁ</i>, ή <i>Περσικόν</i>, <i>τό</i>, το [[ροδάκινο]], Λατ. [[malum]] [[persicum]].4. Περσικὸς [[ὄρνις]], ο [[κοινός]] [[πετεινός]], στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> <i>τὰ Περσικά</i>, οι Περσικοί Πόλεμοι, σε Πλάτ. κ.λπ.· σε προγενέστερους συγγραφείς αναφέρονται ως <i>τὰ Μηδικά</i>.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''Περσικός:''' [[Περσεύς]] 3] персеев Polyb.<br />[[Πέρσης]] II] персидский: Π. [[κόλπος]] Arst. Персидский залив; Περσικὴ [[ὄρνις]] Arph. петух.
|lstext='''Περσικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς Πέρσας, ἡ Περσικὴ (ἐξυπ. [[χώρα]]) ἡ Περσία, Ἡρόδ. 4. 39, κτλ.· ἐπίρρ. -κῶς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 1. 2) Περσικαί, αἱ, [[εἶδος]] ὑποδημάτων γυναικείων, Ἀριστοφ. Νεφ. 151· τὼ Περσικὰ (δυϊκ.) ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 229. 3) ψιλὴ Π., [[εἶδος]] περσικοῦ τάπητος, Ἀθήν. 197Β. 4) [[Περσικός]], ὁ, ἢ Περσικόν, τό, τὸ [[ῥοδάκινον]], Λατ. malium Persicum, ἴδε ἐν λ. [[μηλέα]], [[μῆλον]] (Β)· Π. [[καρύα]], ἡ, ἡ [[καρύα]] ἢ [[κάρυον]], «καρῦδι», Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 18, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2. 5) Π. [[ὄρνις]], ὁ κοινὸς [[ἀλεκτρυών]], [[πετεινός]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 485, 707· καλεῖται καὶ ὁ Περσικὸς παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Ὥραις» 1. 6) Περσικόν, τό, [[εἶδος]] Περσικῆς ὀρχήσεως, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1175, ἴδε Schneid. εἰς Ξεν. Ἀν. 6. 1, 10· πρβλ. [[ὄκλασμα]]. 7) τὰ Περσικά, ὁ Περσικὸς [[πόλεμος]], Πλάτ. Νόμ. 643D, κτλ.· παλαιότεροι συγγραφεῖς ἐκάλουν τὸν πόλεμον τοῦτον τὰ Μηδικὰ· ― ἀλλὰ, ὁ Π. [[πόλεμος]], ὁ πρὸς τὸν Περσέα [[πόλεμος]], Πολύβ. 3. 3, 8. ― Ἴδε Μ. Πανταζῆ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Η΄, σ. 210. 8) Περσικὸς κατήντησε νὰ σημαίνῃ τὸν πολυτελῆ, Περσικαὶ στολαὶ Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῖ» 4, πρβλ. Ἵππαρχον ἐν «Ἀνασῳζομένοις» 1.
}}
{{elnl
|elnltext=Περσικός -ή -όν [Πέρσης: Pers] Perzisch;; ὁ Περσικὸς ὄρνις Perzische vogel (gezegd van een haan) Aristoph. Av. 485; spec. subst. ἡ Περσική Perzië; τὸ Περσικόν Perzische volk; Perzische dans:; ἐπαναφύσα Περσικόν blaas een Perzisch deuntje Aristoph. Th. 1175; αἱ Περσικαί en τὰ Περσικά Perzische slippers; Aristoph.; τὰ Περσικά Perzische oorlogen. Plat. Lg. 642d.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Περσικός]], ή, όν<br /><b class="num">1.</b> Persian, ἡ Περσική (sc. χώρἀ [[Persia]], Hdt., etc.<br /><b class="num">2.</b> Περσικαί, ῶν, αἱ, a [[sort]] of [[thin]] shoes or slippers, Ar.<br /><b class="num">3.</b> [[Περσικός]], οῦ, or Περσικόν, οῦ, the peach, Lat. [[malum]] Persicum.<br /><b class="num">4.</b> Π. [[ὄρνις]] the [[common]] [[cock]], Ar.<br /><b class="num">5.</b> τὰ Περσικά the Persian war, Plat., etc.; in earlier writers called τὰ Μηδικά.
|mdlsjtxt=[[Περσικός]], ή, όν<br /><b class="num">1.</b> Persian, ἡ Περσική (sc. χώρἀ [[Persia]], Hdt., etc.<br /><b class="num">2.</b> Περσικαί, ῶν, αἱ, a [[sort]] of [[thin]] shoes or slippers, Ar.<br /><b class="num">3.</b> [[Περσικός]], οῦ, or Περσικόν, οῦ, the peach, Lat. [[malum]] Persicum.<br /><b class="num">4.</b> Π. [[ὄρνις]] the [[common]] [[cock]], Ar.<br /><b class="num">5.</b> τὰ Περσικά the Persian war, Plat., etc.; in earlier writers called τὰ Μηδικά.
}}
}}