Anonymous

βρέτας: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=(τό) :<br /><i>pl.</i> τὰ [[βρέτη]];<br />statue de bois, idole grossière.<br />'''Étymologie:''' DELG t. médit. sans étym.
|btext=(τό) :<br /><i>pl.</i> τὰ [[βρέτη]];<br />statue de bois, idole grossière.<br />'''Étymologie:''' DELG t. médit. sans étym.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βρέτας''': τό, γεν. βρέτεος· πληθ., ὀν. καὶ αἰτ. βρέτεα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 463, ἀλλὰ βρέτη Θήβ. 95, 185, κτλ.· γεν. βρετέων ὁ αὐτ. 97, Ἱκέτ. 430· Ἐπ. δοτ. βρετάεσσιν Νίκανδ. παρ’ Ἀθην. 684D· ‒ ξύλινον [[ὁμοίωμα]] θεοῦ, [[ξόανον]], ὁ αὐτ. Εὐμ. 80, 242, 258, 409, Εὐρ. Ἀλκ. 974, Ἀριστοφ. Ἱππ. 31, κτλ.· ἀνθρώπου, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 958· ‒ παρὰ πεζοῖς, Στράβ. 3 2) παρ’ Ἀναξανδρ. Διδ. 1, ἁπλῆ [[εἰκών]], μόνον [[ὁμοίωμα]] «[[ξόανον]]», δηλ. [[ἀναίσθητος]], [[βλάξ]].
|elnltext=[[βρέτας]] -εος, τό, dat. βρέτει, plur. βρέτεα [[βρέτη]], gen. βρετέων, houten beeld (van een god).
}}
{{grml
|mltxt=[[βρέτας]], το (Α)<br /><b>1.</b> ξύλινο [[ομοίωμα]] θεών, [[ξόανο]]<br /><b>2.</b> [[ξύλινος]] [[ανδριάντας]]<br /><b>3.</b> (για άνθρωπο) [[κούτσουρο]], [[βλάκας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τ. μεσογειακής προελεύσεως. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία [[βρέτας]] <span style="color: red;"><</span> <i>bheredh</i>- «[[κόβω]]», <i>bhrdho</i>- «[[ξύλο]]», και [[εκείνη]] [[κατά]] την οποία [[βρέτας]] <span style="color: red;"><</span> <i>bhretom</i> δεν γίνονται αποδεκτές, [[γιατί]] το -<i>τ</i>- παραμένει ανερμήνευτο].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βρέτας:''' τό, γεν. <i>βρέτεος</i>, πληθ. ονομ. και αιτ. <i>βρέτεα</i>, συνηρ. [[βρέτη]], γεν. <i>βρετέων</i>, το ξύλινο [[ομοίωμα]] του θεού, σε Αισχύλ., Ευρ., Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 37: Line 31:
|mdlsjtxt=[deriv. uncertain]<br />a [[wooden]] [[image]] of a god, Aesch., Eur., Ar.
|mdlsjtxt=[deriv. uncertain]<br />a [[wooden]] [[image]] of a god, Aesch., Eur., Ar.
}}
}}
{{elnl
{{grml
|elnltext=[[βρέτας]] -εος, τό, dat. βρέτει, plur. βρέτεα [[βρέτη]], gen. βρετέων, houten beeld (van een god).
|mltxt=[[βρέτας]], το (Α)<br /><b>1.</b> ξύλινο [[ομοίωμα]] θεών, [[ξόανο]]<br /><b>2.</b> [[ξύλινος]] [[ανδριάντας]]<br /><b>3.</b> (για άνθρωπο) [[κούτσουρο]], [[βλάκας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τ. μεσογειακής προελεύσεως. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία [[βρέτας]] <span style="color: red;"><</span> <i>bheredh</i>- «[[κόβω]]», <i>bhrdho</i>- «[[ξύλο]]», και [[εκείνη]] [[κατά]] την οποία [[βρέτας]] <span style="color: red;"><</span> <i>bhretom</i> δεν γίνονται αποδεκτές, [[γιατί]] το -<i>τ</i>- παραμένει ανερμήνευτο].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βρέτας:''' τό, γεν. <i>βρέτεος</i>, πληθ. ονομ. και αιτ. <i>βρέτεα</i>, συνηρ. [[βρέτη]], γεν. <i>βρετέων</i>, το ξύλινο [[ομοίωμα]] του θεού, σε Αισχύλ., Ευρ., Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{ls
|lstext='''βρέτας''': τό, γεν. βρέτεος· πληθ., ὀν. καὶ αἰτ. βρέτεα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 463, ἀλλὰ βρέτη Θήβ. 95, 185, κτλ.· γεν. βρετέων ὁ αὐτ. 97, Ἱκέτ. 430· Ἐπ. δοτ. βρετάεσσιν Νίκανδ. παρ’ Ἀθην. 684D· ‒ ξύλινον [[ὁμοίωμα]] θεοῦ, [[ξόανον]], ὁ αὐτ. Εὐμ. 80, 242, 258, 409, Εὐρ. Ἀλκ. 974, Ἀριστοφ. Ἱππ. 31, κτλ.· ἀνθρώπου, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 958· ‒ παρὰ πεζοῖς, Στράβ. 3 2) παρ’ Ἀναξανδρ. Διδ. 1, ἁπλῆ [[εἰκών]], μόνον [[ὁμοίωμα]] «[[ξόανον]]», δηλ. [[ἀναίσθητος]], [[βλάξ]].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe