Anonymous

βουλευτήριον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> palais <i>ou</i> salle du conseil;<br /><b>2</b> <i>poét.</i> le conseiller.<br />'''Étymologie:''' [[βουλεύω]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> palais <i>ou</i> salle du conseil;<br /><b>2</b> <i>poét.</i> le conseiller.<br />'''Étymologie:''' [[βουλεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βουλευτήριον''': τό, = [[βουλεῖον]], [[τόπος]] ἐν ᾧ συνέρχονται οἱ βουλευταί, [[τόπος]] συνδιασκέψεως, Λατ. curia, Ἡρόδ. 1. 170, Αἰσχύλ. Εὐμ. 570, 684, Εὐρ. Ἀνδρ. 1097, Ἀνδοκ. 6. 3, Δημ., κ. ἄλλ.· ― ἡ Ρωμαϊκὴ curia, Ἡρῳδιαν. 5. 5, 12. ΙΙ. αὐτὴ ἡ [[βουλή]], τὸ σύνολον τῶν βουλευτῶν ὡς [[σωματεῖον]], Διον. Ἁλ. 2. 12· ἐπὶ προσώπων, ἀτόμων, δόλια βουλευτήρια, δόλιοι, ἄπιστοι σύμβουλοι, Εὐρ. Ἀνδρ. 446· ῥυσὰ β. Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 6.
|elnltext=[[βουλευτήριον]] -ου, τό [[βουλεύω]]<br /><b class="num">1.</b> raadsgebouw; in Rome curia.<br /><b class="num">2.</b> poët., concr. raadgever:. Σπάρτης ἔνοικοι, δόλια βουλευτήρια bewoners van Sparta, verraderlijke raadgevers Eur. Andr. 446.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βουλευτήριον:''' τό ([[βουλεύω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[χώρος]] των συνεδριάσεων, [[χώρος]] συγκέντρωσης και αγόρευσης των βουλευτών, Λατ. [[curia]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> η [[ίδια]] η [[βουλή]], το [[σύνολο]] του βουλευτικού σώματος· και ποιητ., [[σύμβουλος]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 31: Line 28:
|mdlsjtxt=[[βουλεύω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[council]]-[[chamber]], [[senate]]-[[house]], Lat. [[curia]], Hdt., [[attic]]<br /><b class="num">II.</b> the [[council]] or [[senate]] itself: and poet. a [[counsellor]], Eur.
|mdlsjtxt=[[βουλεύω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[council]]-[[chamber]], [[senate]]-[[house]], Lat. [[curia]], Hdt., [[attic]]<br /><b class="num">II.</b> the [[council]] or [[senate]] itself: and poet. a [[counsellor]], Eur.
}}
}}
{{elnl
{{lsm
|elnltext=[[βουλευτήριον]] -ου, τό [[βουλεύω]]<br /><b class="num">1.</b> raadsgebouw; in Rome curia.<br /><b class="num">2.</b> poët., concr. raadgever:. Σπάρτης ἔνοικοι, δόλια βουλευτήρια bewoners van Sparta, verraderlijke raadgevers Eur. Andr. 446.
|lsmtext='''βουλευτήριον:''' τό ([[βουλεύω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[χώρος]] των συνεδριάσεων, [[χώρος]] συγκέντρωσης και αγόρευσης των βουλευτών, Λατ. [[curia]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> η [[ίδια]] η [[βουλή]], το [[σύνολο]] του βουλευτικού σώματος· και ποιητ., [[σύμβουλος]], σε Ευρ.
}}
{{ls
|lstext='''βουλευτήριον''': τό, = [[βουλεῖον]], [[τόπος]] ἐν ᾧ συνέρχονται οἱ βουλευταί, [[τόπος]] συνδιασκέψεως, Λατ. curia, Ἡρόδ. 1. 170, Αἰσχύλ. Εὐμ. 570, 684, Εὐρ. Ἀνδρ. 1097, Ἀνδοκ. 6. 3, Δημ., κ. ἄλλ.· ― ἡ Ρωμαϊκὴ curia, Ἡρῳδιαν. 5. 5, 12. ΙΙ. αὐτὴ ἡ [[βουλή]], τὸ σύνολον τῶν βουλευτῶν ὡς [[σωματεῖον]], Διον. Ἁλ. 2. 12· ἐπὶ προσώπων, ἀτόμων, δόλια βουλευτήρια, δόλιοι, ἄπιστοι σύμβουλοι, Εὐρ. Ἀνδρ. 446· ῥυσὰ β. Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 6.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[senate house]], [[senate-house]]
|woodrun=[[senate house]], [[senate-house]]
}}
}}