Anonymous

αἰκία: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>att. ; c. ion.</i> ἀεικίη;<br />traitement injurieux, mauvais traitement, <i>particul.</i> coups, blessures.<br />'''Étymologie:''' [[αἰκής]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>att. ; c. ion.</i> ἀεικίη;<br />traitement injurieux, mauvais traitement, <i>particul.</i> coups, blessures.<br />'''Étymologie:''' [[αἰκής]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''αἰκία''': ἡ, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ Ἰων. ἀεικείη (ὃ ἴδε), διαγωγὴ βλαπτική, προσβλητική, ἀπρεπὴς [[μεταχείρισις]], [[κάκωσις]], ἰδίως ἐπὶ πληγῶν καὶ ἄλλων σωματικῶν κακώσεων, Αἰσχύλ. Πρ. 177, Σοφ. Ἠλ. 514., Ο. Κ. 748. [[Κατὰ]] πληθ., Αἰσχύλ. Πρ. 93· Σοφ. Ἠλ. 486, 511. 2) παρὰ τοῖς πεζοῖς πρὸ πάντων ὡς δικανικὸς ὅρος, αἰκίας [[δίκη]] = ἰδιωτικὴ [[καταγγελία]] διὰ κάκωσιν ἢ προσβολὴν ἧττον σπουδαία τῆς ὁριζομένης περὶ ὕβρεως (ἥτις ἐλέγετο γραφή), Πλάτ. Πολ. 425D, 464Ε· καὶ συχν. παρὰ τοῖς Ρήτορσι· ἦν ὁ τῆς βλάβης ἡμῖν [[νόμος]] [[πάλαι]], ἦν ὁ τῆς αἰκίας, ἦν ὁ τῆς ὕβρεως, Δημ. 525.14· πρβλ. Λυσ. Ἀποσπ. 27· Βοίκχ. Π. Οἰ. 2. σ. 102. 3) [[καθόλου]], [[βλάβη]], [[προσβολή]], [[ἀτιμία]], Θουκ. 7. 75 [αἰκῖα, διὸ ὁ Dawes, ὁ Πόρσ. καὶ ἄλλοι προτιμῶσι [[αἰκεία]], πρβλ. ἀεικείη: ἀλλ’ ἴδε Ellendt. Λεξ. Σοφ.].
|elnltext=[[αἰκία]] -ας, ἡ, ook [[ἀεικία]], αἴκεια; Ion. ἀεικίη of [[ἀεικείη]] [[ἀεικής]]<br /><b class="num">1.</b> smadelijke behandeling; schandalig gedrag:. [[πολύπονος]] [[αἰκεία]] schandalig gedrag dat veel lijden met zich meebrengt Soph. El. 515.<br /><b class="num">2.</b> mishandeling, marteling, kwelling:. πᾶσαν αἰκίαν αἰκισάμενος nadat hij hem aan elke mogelijke marteling had onderworpen Plut. Pomp. 80.9; ἦν δὲ πολλὰ καὶ τῆς περὶ τὸ [[στέρνον]] αἰκίας καταφανῆ er waren ook veel tekenen zichtbaar van het feit dat zij zich pijn had gedaan rond haar borst (als uiting van rouw) Plut. Ant. 83.2.<br /><b class="num">3.</b> jur. mishandeling, geweldpleging:. αἰκίας [[δίκη]] aanklacht wegens mishandeling Plat. Resp. 464e.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰκία:''' [ῑ], ἡ, Αττ. αντί Ιων. [[ἀεικείη]] (βλ. αυτ.), άδικη [[μεταχείριση]], [[απρεπής]] [[μεταχείριση]], [[προσβολή]], [[βλάβη]], [[κακοποίηση]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> στους πεζογράφους [[κυρίως]] ως [[δικανικός]] όρος, αἰκίας [[δίκη]], ιδιωτική [[καταγγελία]] για [[επίθεση]], [[προσβολή]], λιγότερο σημαντική από [[εκείνη]] που αφορούσε στην <i>ὕβριν</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 28: Line 25:
|mdlsjtxt=[[attic]] for the ionic [[ἀεικείη]]<br /><b class="num">1.</b> [[injurious]] [[treatment]], an [[affront]], [[outrage]], Aesch., etc.<br /><b class="num">2.</b> in Prose [[mostly]] as law-[[phrase]], αἰκίας [[δίκη]] an [[action]] for [[assault]], [[less]] [[serious]] [[than]] that for [[ὕβρις]], Plat., etc.
|mdlsjtxt=[[attic]] for the ionic [[ἀεικείη]]<br /><b class="num">1.</b> [[injurious]] [[treatment]], an [[affront]], [[outrage]], Aesch., etc.<br /><b class="num">2.</b> in Prose [[mostly]] as law-[[phrase]], αἰκίας [[δίκη]] an [[action]] for [[assault]], [[less]] [[serious]] [[than]] that for [[ὕβρις]], Plat., etc.
}}
}}
{{elnl
{{lsm
|elnltext=[[αἰκία]] -ας, , ook [[ἀεικία]], αἴκεια; Ion. ἀεικίη of [[ἀεικείη]] [[ἀεικής]]<br /><b class="num">1.</b> smadelijke behandeling; schandalig gedrag:. [[πολύπονος]] [[αἰκεία]] schandalig gedrag dat veel lijden met zich meebrengt Soph. El. 515.<br /><b class="num">2.</b> mishandeling, marteling, kwelling:. πᾶσαν αἰκίαν αἰκισάμενος nadat hij hem aan elke mogelijke marteling had onderworpen Plut. Pomp. 80.9; ἦν δὲ πολλὰ καὶ τῆς περὶ τὸ [[στέρνον]] αἰκίας καταφανῆ er waren ook veel tekenen zichtbaar van het feit dat zij zich pijn had gedaan rond haar borst (als uiting van rouw) Plut. Ant. 83.2.<br /><b class="num">3.</b> jur. mishandeling, geweldpleging:. αἰκίας [[δίκη]] aanklacht wegens mishandeling Plat. Resp. 464e.
|lsmtext='''αἰκία:''' [ῑ], ἡ, Αττ. αντί Ιων. [[ἀεικείη]] (βλ. αυτ.), άδικη [[μεταχείριση]], [[απρεπής]] [[μεταχείριση]], [[προσβολή]], [[βλάβη]], [[κακοποίηση]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> στους πεζογράφους [[κυρίως]] ως [[δικανικός]] όρος, αἰκίας [[δίκη]], ιδιωτική [[καταγγελία]] για [[επίθεση]], [[προσβολή]], λιγότερο σημαντική από [[εκείνη]] που αφορούσε στην <i>ὕβριν</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{ls
|lstext='''αἰκία''': ἡ, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ Ἰων. ἀεικείη (ὃ ἴδε), διαγωγὴ βλαπτική, προσβλητική, ἀπρεπὴς [[μεταχείρισις]], [[κάκωσις]], ἰδίως ἐπὶ πληγῶν καὶ ἄλλων σωματικῶν κακώσεων, Αἰσχύλ. Πρ. 177, Σοφ. Ἠλ. 514., Ο. Κ. 748. [[Κατὰ]] πληθ., Αἰσχύλ. Πρ. 93· Σοφ. Ἠλ. 486, 511. 2) παρὰ τοῖς πεζοῖς πρὸ πάντων ὡς δικανικὸς ὅρος, αἰκίας [[δίκη]] = ἰδιωτικὴ [[καταγγελία]] διὰ κάκωσιν ἢ προσβολὴν ἧττον σπουδαία τῆς ὁριζομένης περὶ ὕβρεως (ἥτις ἐλέγετο γραφή), Πλάτ. Πολ. 425D, 464Ε· καὶ συχν. παρὰ τοῖς Ρήτορσι· ἦν τῆς βλάβης ἡμῖν [[νόμος]] [[πάλαι]], ἦν ὁ τῆς αἰκίας, ἦν ὁ τῆς ὕβρεως, Δημ. 525.14· πρβλ. Λυσ. Ἀποσπ. 27· Βοίκχ. Π. Οἰ. 2. σ. 102. 3) [[καθόλου]], [[βλάβη]], [[προσβολή]], [[ἀτιμία]], Θουκ. 7. 75 [αἰκῖα, διὸ ὁ Dawes, ὁ Πόρσ. καὶ ἄλλοι προτιμῶσι [[αἰκεία]], πρβλ. ἀεικείη: ἀλλ’ ἴδε Ellendt. Λεξ. Σοφ.].
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[affront]], [[ill treatment]], [[misery]], [[outrage]], [[act of disfiguring]], [[despiteful treatment]], [[ill-treatment]], [[ill-usage]], [[assault and battery]]
|woodrun=[[affront]], [[ill treatment]], [[misery]], [[outrage]], [[act of disfiguring]], [[despiteful treatment]], [[ill-treatment]], [[ill-usage]], [[assault and battery]]
}}
}}