Anonymous

Conium maculatum: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 52: Line 52:
|btext=ου (τό) :<br />jus de la ciguë.<br />'''Étymologie:''' [[κῶνος]].
|btext=ου (τό) :<br />jus de la ciguë.<br />'''Étymologie:''' [[κῶνος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κώνειον''': τό, κοινῶς «καρωνάκι» καὶ «βρωμόχορτον», Ἱππ. 681. 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 3, κτλ. ΙΙ. ὁ ὀπὸς τοῦ δηλητηριώδους φυτοῦ κωνείου, δηλητήριον δι’ οὗ ἐφονεύοντο οἱ κατάδικοι ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 124· [[κώνειον]] πεπωκὼς Πλάτ. Λῦσ. 219Ε· τὸ [[κώνειον]] ἔπιεν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· κώνεια πιεῖν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1051, Ἀνδοκ. 24. 38.
|elnltext=κώνειον -ου, τό [κῶνα: hars] dolle kervel (kruid), drank van dolle kervel:. πίνειν κ. de gifbeker drinken (door ter dood veroordeelden) Lys. 12.17.
}}
{{elru
|elrutext='''κώνειον:''' τό [[сок цикуты]] (которым отравляли в Афинах приговоренных к смертной казни) (τὸ κ. или κώνεια [[πιεῖν]] Xen., Plat., Arph.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κώνειον:''' τό, «βρωμόχορτο», Λατ. [[cicuta]]· το [[δηλητήριο]] του φυτού [[αυτού]], με το οποίο οι εγκληματίες καταδικάζονταν σε θάνατο στην Αθήνα, σε Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''κώνειον:''' τό, «βρωμόχορτο», Λατ. [[cicuta]]· το [[δηλητήριο]] του φυτού [[αυτού]], με το οποίο οι εγκληματίες καταδικάζονταν σε θάνατο στην Αθήνα, σε Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κώνειον:''' τό [[сок цикуты]] (которым отравляли в Афинах приговоренных к смертной казни) (τὸ κ. или κώνεια [[πιεῖν]] Xen., Plat., Arph.).
|lstext='''κώνειον''': τό, κοινῶς «καρωνάκι» καὶ «βρωμόχορτον», Ἱππ. 681. 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 3, κτλ. ΙΙ. ὁ ὀπὸς τοῦ δηλητηριώδους φυτοῦ κωνείου, δηλητήριον δι’ οὗ ἐφονεύοντο οἱ κατάδικοι ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 124· [[κώνειον]] πεπωκὼς Πλάτ. Λῦσ. 219Ε· τὸ [[κώνειον]] ἔπιεν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· κώνεια πιεῖν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1051, Ἀνδοκ. 24. 38.
}}
{{elnl
|elnltext=κώνειον -ου, τό [κῶνα: hars] dolle kervel (kruid), drank van dolle kervel:. πίνειν κ. de gifbeker drinken (door ter dood veroordeelden) Lys. 12.17.
}}
}}
{{etym
{{etym