Anonymous

αἴθριος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> pur, serein;<br /><b>2</b> qui se trouve à l'air libre : τὸ αἴθριον <i>traduct. par allitér. du lat.</i> atrium.<br />'''Étymologie:''' [[αἴθρα]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> pur, serein;<br /><b>2</b> qui se trouve à l'air libre : τὸ αἴθριον <i>traduct. par allitér. du lat.</i> atrium.<br />'''Étymologie:''' [[αἴθρα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''αἴθριος''': [[αἴθριον]], [[καθαρός]], [[λαμπρός]], [[ἀνέφελος]] ἐπὶ ἀτμοσφαιρ. καταστάσεως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 433· αἰθρίου ἐόντος τοῦ [[ἠέρος]], Ἡρόδ. 2. 25. 2) [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθ. τοῦ [[Διός]], Θεόκρ. 4. 43, Ἀριστ. Κόσμ. 7, 2, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 12, 2: ἐπὶ ἀνέμων καθιστώντων ἀνέφελον τὸ [[στερέωμα]], Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 18· ἰδίως ἐπὶ τῶν βοβείων ἀνέμων, [[αὐτόθι]] 2. 6, 22. ΙΙ. ὁ ἐν ὑπαίθρῳ τηρούμενος, Κρατῖνος ἐν «Δηλιάσιν», 5. 2) [[ψυχρός]], [[κρυερός]]· πάγου φανέντος αἰθρίου, Σοφ. Ἀποσπ. 162· περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀντ. 357, ἴδε ἐν λέξει [[ὑπαίθριος]]. ΙΙΙ. αἴθριον, τό, ὡς ἡρμηνεύθη εἰς τὴν Ἑλλ. τὸ Λατ. atrium, [[πρόδομος]], Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 3. 6, 2, Λουκ. Ἀναρχ. 2.
|elnltext=[[αἴθριος]] -ον [[αἰθήρ]]<br /><b class="num">1.</b> helder (van weer); ook als [[epithet]] van Zeus van de heldere hemel.<br /><b class="num">2.</b> subst. n.., τὸ αἴθριον ‘[[aithrium]], d.w.z. atrium (Lat.; het Grieks betekent eigenl. [[plaats in de openlucht]]’; het Latijnse woord is aangepast om het een doorzichtige Griekse betekenis te geven).
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἴθριος:''' -ον ([[αἴθρη]]), [[καθαρός]], [[λαμπρός]], [[ανέφελος]], [[ξάστερος]], λέγεται για τον καιρό, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ.· επίθ. του [[Διός]], σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 28: Line 25:
|mdlsjtxt=[[αἴθρη]]<br />[[clear]], [[bright]], [[fair]], of [[weather]], Hhymn., Hdt.; [[epithet]] of [[Ζεύς]], Theocr.
|mdlsjtxt=[[αἴθρη]]<br />[[clear]], [[bright]], [[fair]], of [[weather]], Hhymn., Hdt.; [[epithet]] of [[Ζεύς]], Theocr.
}}
}}
{{elnl
{{lsm
|elnltext=[[αἴθριος]] -ον [[αἰθήρ]]<br /><b class="num">1.</b> helder (van weer); ook als [[epithet]] van Zeus van de heldere hemel.<br /><b class="num">2.</b> subst. n.., τὸ αἴθριον ‘[[aithrium]], d.w.z. atrium (Lat.; het Grieks betekent eigenl. [[plaats in de openlucht]]’; het Latijnse woord is aangepast om het een doorzichtige Griekse betekenis te geven).
|lsmtext='''αἴθριος:''' -ον ([[αἴθρη]]), [[καθαρός]], [[λαμπρός]], [[ανέφελος]], [[ξάστερος]], λέγεται για τον καιρό, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ.· επίθ. του [[Διός]], σε Θεόκρ.
}}
{{ls
|lstext='''αἴθριος''': [[αἴθριον]], [[καθαρός]], [[λαμπρός]], [[ἀνέφελος]] ἐπὶ ἀτμοσφαιρ. καταστάσεως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 433· αἰθρίου ἐόντος τοῦ [[ἠέρος]], Ἡρόδ. 2. 25. 2) [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθ. τοῦ [[Διός]], Θεόκρ. 4. 43, Ἀριστ. Κόσμ. 7, 2, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 12, 2: ἐπὶ ἀνέμων καθιστώντων ἀνέφελον τὸ [[στερέωμα]], Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 18· ἰδίως ἐπὶ τῶν βοβείων ἀνέμων, [[αὐτόθι]] 2. 6, 22. ΙΙ. ὁ ἐν ὑπαίθρῳ τηρούμενος, Κρατῖνος ἐν «Δηλιάσιν», 5. 2) [[ψυχρός]], [[κρυερός]]· πάγου φανέντος αἰθρίου, Σοφ. Ἀποσπ. 162· περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀντ. 357, ἴδε ἐν λέξει [[ὑπαίθριος]]. ΙΙΙ. αἴθριον, τό, ὡς ἡρμηνεύθη εἰς τὴν Ἑλλ. τὸ Λατ. atrium, [[πρόδομος]], Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 3. 6, 2, Λουκ. Ἀναρχ. 2.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[exposed to the weather]], [[in the open air]], [[under the open sky]]
|woodrun=[[exposed to the weather]], [[in the open air]], [[under the open sky]]
}}
}}