Anonymous

βραβεύς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>1</b> juge d'un combat, arbitre;<br /><b>2</b> juge, arbitre <i>en gén.</i><br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> qui dirige, conducteur, chef (d'une troupe).<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt à une langue indigène -- Babiniotis cf. perse *mrava « celui qui dit ce qui est vrai, juste », <i>skr.</i> braviti « parler ».
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>1</b> juge d'un combat, arbitre;<br /><b>2</b> juge, arbitre <i>en gén.</i><br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> qui dirige, conducteur, chef (d'une troupe).<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt à une langue indigène -- Babiniotis cf. perse *mrava « celui qui dit ce qui est vrai, juste », <i>skr.</i> braviti « parler ».
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βραβεύς''': έως, ὁ, Ἀττ. πληθ. βραβῆς· αἰτ. ἑνικ. βραβῆ ἐν ἀρχ. ἐπιγρ. παρὰ Δημ. 322. 11· - ὁ κριτὴς ὁ δίδων τὰ βραβεῖα ἐν τοῖς ἀγῶσι, Λατ. arbiter, Σοφ. Ἠλ. 690, 709. πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 949Α· [[καθόλου]], [[κριτής]], [[διαιτητής]] δίκης Εὐρ. Ὀρ. 1650· λόγου ὁ αὐτ. Μηδ. 274, κτλ. 2) [[καθόλου]], [[ἀρχηγός]], ἄρχων, μυρίας ἵππου βρ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 302.· φιλόμαχοι βρ. ὁ αὐτ. Ἀγ. 230· ὁ πρωτουργὸς ἢ [[αὐτουργός]], μόχθων Εὐρ. Ἐλ. 703 (ἀγνώστου ἀρχῆς).
|elnltext=[[βραβεύς]] -εως, ὁ<br /><b class="num">1.</b> kamprechter, rechter.<br /><b class="num">2.</b> leider, aanstichter:. ἵππου [[βραβεύς]] de commandant van de ruiterij Aeschl. Pers. 302; [[οὐχ]] [[ἥδε]] μόχθων... [[βραβεύς]]; is zij niet de aanstichtster van de ellende? Eur. Hel. 703.
}}
{{grml
|mltxt=[[βραβεύς]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που απονέμει τα [[βραβεία]]<br /><b>2.</b> [[κριτής]], [[διαιτητής]]<br /><b>3.</b> [[ηγέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι, αν ως αρχική [[σημασία]] της λ. θεωρηθεί η «[[κριτής]], [[διαιτητής]] (και ιδιαίτερα σε αγώνες)», [[τότε]] το [[βραβεύς]] θα [[πρέπει]] να αποτελεί προελληνικό [[στοιχείο]]. Δεν έχουν αποδώσει οι προσπάθειες ινδοευρ. ετυμολόγησης της λ., ενώ έχει θεωρηθεί [[επίσης]] ως [[δάνειο]] <span style="color: red;"><</span> <b>(περσ.)</b> <i>mrava</i>- «αυτός που λέει το σωστό» ([[πρβλ]]. αβεστ. <i>mrav</i> (<i>i</i>) «μιλάω», αρχ. ινδ. <i>brav</i><i>ī</i><i>ti</i> «μιλάω»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βρᾰβεύς:''' -έως, ὁ, αιτ. ενικ. <i>βραβῆ</i>, Αττ. πληθ. <i>βραβῆς</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[δικαστής]], [[κριτής]] που απονέμει τα έπαθλα στους αγώνες, Λατ. [[arbiter]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[διαιτητής]], [[κριτής]], σε Ευρ.· αργότερα, [[αρχηγός]], [[ηγεμόνας]], σε Αισχύλ.· [[συγγραφέας]], σε Ευρ. (άγν. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 37: Line 31:
|mdlsjtxt=[deriv. uncertain]<br /><b class="num">1.</b> the [[judge]] who assigned the prizes at the games, Lat. [[arbiter]], Soph., Plat.<br /><b class="num">2.</b> [[generally]], an [[arbitrator]], [[umpire]], [[judge]], Eur.: then a [[chief]], [[leader]], Aesch.: an [[author]], Eur.
|mdlsjtxt=[deriv. uncertain]<br /><b class="num">1.</b> the [[judge]] who assigned the prizes at the games, Lat. [[arbiter]], Soph., Plat.<br /><b class="num">2.</b> [[generally]], an [[arbitrator]], [[umpire]], [[judge]], Eur.: then a [[chief]], [[leader]], Aesch.: an [[author]], Eur.
}}
}}
{{elnl
{{grml
|elnltext=[[βραβεύς]] -εως, ὁ<br /><b class="num">1.</b> kamprechter, rechter.<br /><b class="num">2.</b> leider, aanstichter:. ἵππου [[βραβεύς]] de commandant van de ruiterij Aeschl. Pers. 302; [[οὐχ]] [[ἥδε]] μόχθων... [[βραβεύς]]; is zij niet de aanstichtster van de ellende? Eur. Hel. 703.
|mltxt=[[βραβεύς]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που απονέμει τα [[βραβεία]]<br /><b>2.</b> [[κριτής]], [[διαιτητής]]<br /><b>3.</b> [[ηγέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι, αν ως αρχική [[σημασία]] της λ. θεωρηθεί η «[[κριτής]], [[διαιτητής]] (και ιδιαίτερα σε αγώνες)», [[τότε]] το [[βραβεύς]] θα [[πρέπει]] να αποτελεί προελληνικό [[στοιχείο]]. Δεν έχουν αποδώσει οι προσπάθειες ινδοευρ. ετυμολόγησης της λ., ενώ έχει θεωρηθεί [[επίσης]] ως [[δάνειο]] <span style="color: red;"><</span> <b>(περσ.)</b> <i>mrava</i>- «αυτός που λέει το σωστό» ([[πρβλ]]. αβεστ. <i>mrav</i> (<i>i</i>) «μιλάω», αρχ. ινδ. <i>brav</i><i>ī</i><i>ti</i> «μιλάω»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βρᾰβεύς:''' -έως, ὁ, αιτ. ενικ. <i>βραβῆ</i>, Αττ. πληθ. <i>βραβῆς</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[δικαστής]], [[κριτής]] που απονέμει τα έπαθλα στους αγώνες, Λατ. [[arbiter]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[διαιτητής]], [[κριτής]], σε Ευρ.· αργότερα, [[αρχηγός]], [[ηγεμόνας]], σε Αισχύλ.· [[συγγραφέας]], σε Ευρ. (άγν. προέλ.).
}}
{{ls
|lstext='''βραβεύς''': έως, ὁ, Ἀττ. πληθ. βραβῆς· αἰτ. ἑνικ. βραβῆ ἐν ἀρχ. ἐπιγρ. παρὰ Δημ. 322. 11· - ὁ κριτὴς ὁ δίδων τὰ βραβεῖα ἐν τοῖς ἀγῶσι, Λατ. arbiter, Σοφ. Ἠλ. 690, 709. πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 949Α· [[καθόλου]], [[κριτής]], [[διαιτητής]] δίκης Εὐρ. Ὀρ. 1650· λόγου ὁ αὐτ. Μηδ. 274, κτλ. 2) [[καθόλου]], [[ἀρχηγός]], ἄρχων, μυρίας ἵππου βρ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 302.· φιλόμαχοι βρ. ὁ αὐτ. Ἀγ. 230· ὁ πρωτουργὸς ἢ [[αὐτουργός]], μόχθων Εὐρ. Ἐλ. 703 (ἀγνώστου ἀρχῆς).
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe