Anonymous

βᾶρις: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ιδος (ἡ) :<br />barque égyptienne <i>ou</i> persane à fond plat.<br />'''Étymologie:''' mot égyptien.
|btext=ιδος (ἡ) :<br />barque égyptienne <i>ou</i> persane à fond plat.<br />'''Étymologie:''' mot égyptien.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βᾶρις''': -ιδος, Ἰων. ιος, ἡ: πληθ. βάρεις Ἑβδ., Ἰων. βάρῑς, Ἡρόδ. 2. 41· ποιητ. δοτ. πληθ. βαρίδεσσι Αἰσχ. Πέρσ. 554: - [[πλοῖον]] μὲ πυθμένα εὐρύν, ἐπίπεδον, ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 874, Ἡρόδ. 2. 41, 96, 179· βάρβαροι βάριδες Εὐρ. Ι. Α. 297· ἴδε [[ἀμφίστροφος]], 2) μεταφ., [[μεγάλη]] [[οἰκία]], [[πύργος]], [[ἀνάκτορον]], Ἑβδ. (ψαλ. μδ΄, 9, Δαν. θ, 1 κ. ἀλλ.)· πρβλ. Βαλκ. Ἀμμων. σ. 44, Sturz Μακ. Διαλέκτ. σ. 89, καὶ ἴδε [[πυργόβαρις]].
|elnltext=[[βᾶρις]] -ιδος en -εως (Ion. -ιος), ἡ (Egyptische) platbodem, schuit.
}}
{{grml
|mltxt=(-ιδος), η (Α βᾱρις, -ιδος και -εως)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρή [[κανονιοφόρος]] του πολεμικού ναυτικού ή μεγαλύτερο πολεμικό τεθωρακισμένο [[ατμόπλοιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αβαθές φαρδύ [[ποταμόπλοιο]], που το χρησιμοποιούσαν, [[κυρίως]] στην Αίγυπτο, για τη [[μεταφορά]] γεωργικών προϊόντων ή λίθων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αιγυπτιακής προέλευσης<br />[[πρβλ]]. κοπτικό bari «[[βάρκα]]». Το λατ. <i>b</i><i>ā</i><i>ris</i> (> <i>b</i><i>ā</i><i>rica</i> > <i>b</i><i>ā</i><i>rca</i>) [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾶρις:''' -ιδος, Ιων. -ιος, <i></i>· πληθ. <i>βάρεις</i>, Ιων. <i>βάρῑς</i>· ποιητ. δοτ. πληθ. <i>βαρίδεσσι</i>· [[πλοίο]] με μεγάλο, ευρύ πυθμένα, που χρησιμοποιούσαν στην Αίγυπτο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 37: Line 31:
|mdlsjtxt=<br />a [[flat]]-bottomed [[boat]], used in [[Egypt]], Hdt., Aesch.
|mdlsjtxt=<br />a [[flat]]-bottomed [[boat]], used in [[Egypt]], Hdt., Aesch.
}}
}}
{{elnl
{{grml
|elnltext=[[βᾶρις]] -ιδος en -εως (Ion. -ιος), (Egyptische) platbodem, schuit.
|mltxt=(-ιδος), η (Α βᾱρις, -ιδος και -εως)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρή [[κανονιοφόρος]] του πολεμικού ναυτικού ή μεγαλύτερο πολεμικό τεθωρακισμένο [[ατμόπλοιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αβαθές φαρδύ [[ποταμόπλοιο]], που το χρησιμοποιούσαν, [[κυρίως]] στην Αίγυπτο, για τη [[μεταφορά]] γεωργικών προϊόντων ή λίθων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αιγυπτιακής προέλευσης<br />[[πρβλ]]. κοπτικό bari «[[βάρκα]]». Το λατ. <i>b</i><i>ā</i><i>ris</i> (> <i>b</i><i>ā</i><i>rica</i> > <i>b</i><i>ā</i><i>rca</i>) [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾶρις:''' -ιδος, Ιων. -ιος, <i>ἡ</i>· πληθ. <i>βάρεις</i>, Ιων. <i>βάρῑς</i>· ποιητ. δοτ. πληθ. <i>βαρίδεσσι</i>· [[πλοίο]] με μεγάλο, ευρύ πυθμένα, που χρησιμοποιούσαν στην Αίγυπτο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
{{ls
|lstext='''βᾶρις''': -ιδος, Ἰων. ιος, ἡ: πληθ. βάρεις Ἑβδ., Ἰων. βάρῑς, Ἡρόδ. 2. 41· ποιητ. δοτ. πληθ. βαρίδεσσι Αἰσχ. Πέρσ. 554: - [[πλοῖον]] μὲ πυθμένα εὐρύν, ἐπίπεδον, ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 874, Ἡρόδ. 2. 41, 96, 179· βάρβαροι βάριδες Εὐρ. Ι. Α. 297· ἴδε [[ἀμφίστροφος]], 2) μεταφ., [[μεγάλη]] [[οἰκία]], [[πύργος]], [[ἀνάκτορον]], Ἑβδ. (ψαλ. μδ΄, 9, Δαν. θ, 1 κ. ἀλλ.)· πρβλ. Βαλκ. Ἀμμων. σ. 44, Sturz Μακ. Διαλέκτ. σ. 89, καὶ ἴδε [[πυργόβαρις]].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''βᾶρις''': 1. -ιδος, -ιος<br />{bãris}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[ägyptischer Nachen]], [[eine Art Floß]] (Hdt., A. usw.).<br />'''Etymology''': Ägypt. Wort, vgl. kopt. ''barī'' [[Nachen]]. Aus [[βᾶρις]] lat. ''bāris'', ''barca'' (< *''bārica'') [[Barke]], vgl. W.-Hofmann s. v. Zur verstärkenden Form βούβαρις (Philist. 56) s. Chantraine Étrennes Benveniste 16.<br />'''Page''' 1,220<br />2. -ιδος, -εως<br />{bãris}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Turm]], [[Palast]] (LXX, J. u. a.).<br />'''Etymology''': Wahrscheinlich mit Krahe IF. 57, 116 aus dem Illyrischen mit ''ā'' aus ''au'' durch illyrische Monophthongisierung; vgl. [[βαυρία]]· [[οἰκία]] ''EM'' (aus dem Messapischen). Dazu mit anderem Ablaut [[βύριον]], s. d.<br />'''Page''' 1,220
|ftr='''βᾶρις''': 1. -ιδος, -ιος<br />{bãris}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[ägyptischer Nachen]], [[eine Art Floß]] (Hdt., A. usw.).<br />'''Etymology''': Ägypt. Wort, vgl. kopt. ''barī'' [[Nachen]]. Aus [[βᾶρις]] lat. ''bāris'', ''barca'' (< *''bārica'') [[Barke]], vgl. W.-Hofmann s. v. Zur verstärkenden Form βούβαρις (Philist. 56) s. Chantraine Étrennes Benveniste 16.<br />'''Page''' 1,220<br />2. -ιδος, -εως<br />{bãris}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Turm]], [[Palast]] (LXX, J. u. a.).<br />'''Etymology''': Wahrscheinlich mit Krahe IF. 57, 116 aus dem Illyrischen mit ''ā'' aus ''au'' durch illyrische Monophthongisierung; vgl. [[βαυρία]]· [[οἰκία]] ''EM'' (aus dem Messapischen). Dazu mit anderem Ablaut [[βύριον]], s. d.<br />'''Page''' 1,220
}}
}}