Anonymous

βῖκος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ου (ὁ) :<br />amphore pour le vin.<br />'''Étymologie:''' origine sémitique.
|btext=ου (ὁ) :<br />amphore pour le vin.<br />'''Étymologie:''' origine sémitique.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βῖκος''': ὁ, [[λέξις]] ἀνατολική, [[πίθος]] ἢ [[ἀμφορεύς]], πρὸς ὑποδοχὴν οἴνου, Ἡρόδ. 1. 194, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 25· – [[ὡσαύτως]], [[ποτήριον]] φιαλῶδες ἢ πινακοειδές, Ἀθήν. 784D. [Περὶ τῆς ποσότητος τοῦ ι, ἴδε Ἔφιππ. Ἐφηβ. 1, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 116F].
|elnltext=[[βῖκος]] -ου, ὁ wijnkruik.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />βῑκος, ο (Α)<br /><b>1.</b> [[κανάτα]]<br /><b>2.</b> μικρό [[πιθάρι]]<br /><b>3.</b> [[κούπα]] για [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.. Κατά μία [[άποψη]] ο όρος [[βίκος]] [[είναι]] λ. αιγυπτιακή ([[πρβλ]]. αιγυπτ. <i>b</i>·<i>k</i>·<i>t</i> «[[δοχείο]] λαδιού που χρησίμευε ως [[μέτρο]]»), ενώ κατ' άλλους, [[είναι]] [[δάνειο]] σημιτικής προέλευσης ([[πρβλ]]. αραμαϊκό <i>bq</i> «[[στάμνα]]»). Πρόκειται για λ. ιωνική, που απαντά αρχικά στον Ιππώνακτα, όπου δηλώνει «μεγάλο [[δοχείο]] για [[κρασί]] και προμήθειες», ενώ στον Ηρόδοτο και στον Ξενοφώντα χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει «[[δοχείο]] του κρασιού» των Ανατολικών λαών. Τέλος, ο Αθήναιος με τη λ. [[βίκος]] χαρακτηρίζει «[[κούπα]] για [[κρασί]]» η οποία ήταν σε [[χρήση]] στην Αίγυπτο].<br /><b>(II)</b><br />ο (Α [[βικίον]], το και βικία, η)<br />το [[φυτό]] vicia sativa, κατάλληλο για [[κτηνοτροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το θηλ. <i>βικία</i> [[είναι]] δάνεια λ. <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>vicia</i> «[[είδος]] κυάμου, κοιν. [[κουκί]]», το δε νεοελλ. αρσ. [[βίκος]] <span style="color: red;"><</span> <b>μτγν.</b> αμάρτ. [[βίκος]], στο οποίο ανάγεται το [[επίσης]] μτγν. [[βικίον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βῖκος:''' , ανατολική [[λέξη]] για [[δοχείο]] κρασιού, σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 37: Line 31:
|mdlsjtxt=<br />Oriental [[word]] for a [[wine]]-jar, Hdt., Xen.
|mdlsjtxt=<br />Oriental [[word]] for a [[wine]]-jar, Hdt., Xen.
}}
}}
{{elnl
{{grml
|elnltext=[[βῖκος]] -ου, ὁ wijnkruik.
|mltxt=<b>(I)</b><br />βῑκος, ο (Α)<br /><b>1.</b> [[κανάτα]]<br /><b>2.</b> μικρό [[πιθάρι]]<br /><b>3.</b> [[κούπα]] για [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.. Κατά μία [[άποψη]] ο όρος [[βίκος]] [[είναι]] λ. αιγυπτιακή ([[πρβλ]]. αιγυπτ. <i>b</i>·<i>k</i>·<i>t</i> «[[δοχείο]] λαδιού που χρησίμευε ως [[μέτρο]]»), ενώ κατ' άλλους, [[είναι]] [[δάνειο]] σημιτικής προέλευσης ([[πρβλ]]. αραμαϊκό <i>bq</i> «[[στάμνα]]»). Πρόκειται για λ. ιωνική, που απαντά αρχικά στον Ιππώνακτα, όπου δηλώνει «μεγάλο [[δοχείο]] για [[κρασί]] και προμήθειες», ενώ στον Ηρόδοτο και στον Ξενοφώντα χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει «[[δοχείο]] του κρασιού» των Ανατολικών λαών. Τέλος, ο Αθήναιος με τη λ. [[βίκος]] χαρακτηρίζει «[[κούπα]] για [[κρασί]]» η οποία ήταν σε [[χρήση]] στην Αίγυπτο].<br /><b>(II)</b><br />ο (Α [[βικίον]], το και βικία, η)<br />το [[φυτό]] vicia sativa, κατάλληλο για [[κτηνοτροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το θηλ. <i>βικία</i> [[είναι]] δάνεια λ. <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>vicia</i> «[[είδος]] κυάμου, κοιν. [[κουκί]]», το δε νεοελλ. αρσ. [[βίκος]] <span style="color: red;"><</span> <b>μτγν.</b> αμάρτ. [[βίκος]], στο οποίο ανάγεται το [[επίσης]] μτγν. [[βικίον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βῖκος:''' ὁ, ανατολική [[λέξη]] για [[δοχείο]] κρασιού, σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
{{ls
|lstext='''βῖκος''': , [[λέξις]] ἀνατολική, [[πίθος]] ἢ [[ἀμφορεύς]], πρὸς ὑποδοχὴν οἴνου, Ἡρόδ. 1. 194, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 25· – [[ὡσαύτως]], [[ποτήριον]] φιαλῶδες ἢ πινακοειδές, Ἀθήν. 784D. [Περὶ τῆς ποσότητος τοῦ ι, ἴδε Ἔφιππ. Ἐφηβ. 1, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 116F].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''βῖκος''': {bĩkos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Gefäß mit Henkeln]], auch als Maß (Hdt., X., Pap. usw.; zur Verbreitung Solmsen Wortforsch. 65 m. A. 2).<br />'''Derivative''': Deminutiva: [[βικίον]] (Pap., Dsk. [[[varia lectio|v.l.]]], ''Gp''.), [[βικίδιον]] Suid.<br />'''Etymology''': Wahrscheinlich ägyptisches Wort; vgl. äg. ''bꜣḳ.t'' [[Ölgefäß als Maß gebraucht]] (Nencioni Stud. itfilcl. 16, 223). S. auch [[βαυκάλιον]].<br />'''Page''' 1,237
|ftr='''βῖκος''': {bĩkos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Gefäß mit Henkeln]], auch als Maß (Hdt., X., Pap. usw.; zur Verbreitung Solmsen Wortforsch. 65 m. A. 2).<br />'''Derivative''': Deminutiva: [[βικίον]] (Pap., Dsk. [[[varia lectio|v.l.]]], ''Gp''.), [[βικίδιον]] Suid.<br />'''Etymology''': Wahrscheinlich ägyptisches Wort; vgl. äg. ''bꜣḳ.t'' [[Ölgefäß als Maß gebraucht]] (Nencioni Stud. itfilcl. 16, 223). S. auch [[βαυκάλιον]].<br />'''Page''' 1,237
}}
}}