Anonymous

βαθύκολπος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[βαθύζωνος]];<br /><b>2</b> aux seins profonds, <i>càd</i> robustes.<br />'''Étymologie:''' [[βαθύς]], [[κόλπος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[βαθύζωνος]];<br /><b>2</b> aux seins profonds, <i>càd</i> robustes.<br />'''Étymologie:''' [[βαθύς]], [[κόλπος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βᾰθύκολπος''': -ον, ὁ ἔχων ἢ φορῶν [[ἱμάτιον]] σχηματίζον βαθείας πτυχὰς (πρβλ. [[βαθύζωνος]]), ἐπίθ. τῶν Τρῳάδων, Ἰλ. Σ. 122, 339., Ω 315· τῶν Νυμφῶν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 5, εἰς Ἀφροδ. 258. ΙΙ. ἡ ἔχουσα βαθέα, πλήρη στήθη, τ. ἔ. μαστοὺς πληροῦντας τὸ [[στῆθος]], ἐκ β. στηθέων Αἰσχύλ. Θήβ. 864· μεταφ. ἐπὶ τῆς γῆς, ἔχουσα βαθείας κοιλάδας ἢ βαθὺ [[στῆθος]] (πρβλ. [[βαθύστερνος]]), Πίνδ. Π. 9. 177, Ν. 9. 60 2) [[ἁπλῶς]], [[λίαν]] [[βαθύς]], χειὴ Νόνν. Δ. 12. 327· οὕτω πιθ. πηγὴ βαθ. ὁ αὐτ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 17.
|elnltext=[[βαθύκολπος]] -ον [[βαθύς]], [[κόλπος]] met gewaad met diepe plooien (epitheton van Trojaanse vrouwen, nimfen, Muzen); van een borst waarover plooien diep vallen:; θρῆνον... ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων στηθέων een klaagzang diep uit hun lieflijke borst Aeschl. Sept. 864; overdr. van de Aarde met diepe plooien. Pind.
}}
{{elru
|elrutext='''βαθύκολπος:'''<br /><b class="num">1)</b> Hom. = [[βαθύζωνος]];<br /><b class="num">2)</b> [[полногрудый]] (Νύμφαι HH; Μοῦσαι Pind.): ἐκ βαθυκόλπων στηθέων [[ἥσειν]] [[ἄλγος]] Aesch. из глубины груди издать скорбный вопль;<br /><b class="num">3)</b> [[изрезанный глубокими долинами]] (γᾶ Pind.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''βᾰθύκολπος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει ή [[φορά]] ρούχα που πέφτουν σε βαθιές πτυχώσεις (πρβλ. [[βαθύζωνος]]), επίθ. για τις Τρωαδίτισσες, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτή που έχει [[μεγάλα]] στήθη, βαθύστηθος, σε Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τη γη, σε Πίνδ. (πρβλ. [[βαθύστερνος]]).
|lsmtext='''βᾰθύκολπος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει ή [[φορά]] ρούχα που πέφτουν σε βαθιές πτυχώσεις (πρβλ. [[βαθύζωνος]]), επίθ. για τις Τρωαδίτισσες, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτή που έχει [[μεγάλα]] στήθη, βαθύστηθος, σε Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τη γη, σε Πίνδ. (πρβλ. [[βαθύστερνος]]).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βαθύκολπος:'''<br /><b class="num">1)</b> Hom. = [[βαθύζωνος]];<br /><b class="num">2)</b> [[полногрудый]] (Νύμφαι HH; Μοῦσαι Pind.): ἐκ βαθυκόλπων στηθέων [[ἥσειν]] [[ἄλγος]] Aesch. из глубины груди издать скорбный вопль;<br /><b class="num">3)</b> [[изрезанный глубокими долинами]] (γᾶ Pind.).
|lstext='''βᾰθύκολπος''': -ον, ὁ ἔχων ἢ φορῶν [[ἱμάτιον]] σχηματίζον βαθείας πτυχὰς (πρβλ. [[βαθύζωνος]]), ἐπίθ. τῶν Τρῳάδων, Ἰλ. Σ. 122, 339., Ω 315· τῶν Νυμφῶν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 5, εἰς Ἀφροδ. 258. ΙΙ. ἡ ἔχουσα βαθέα, πλήρη στήθη, τ. ἔ. μαστοὺς πληροῦντας τὸ [[στῆθος]], ἐκ β. στηθέων Αἰσχύλ. Θήβ. 864· μεταφ. ἐπὶ τῆς γῆς, ἔχουσα βαθείας κοιλάδας ἢ βαθὺ [[στῆθος]] (πρβλ. [[βαθύστερνος]]), Πίνδ. Π. 9. 177, Ν. 9. 60 2) [[ἁπλῶς]], [[λίαν]] [[βαθύς]], χειὴ Νόνν. Δ. 12. 327· οὕτω πιθ. πηγὴ βαθ. ὁ αὐτ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 17.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βαθύκολπος]] -ον [[βαθύς]], [[κόλπος]] met gewaad met diepe plooien (epitheton van Trojaanse vrouwen, nimfen, Muzen); van een borst waarover plooien diep vallen:; θρῆνον... ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων στηθέων een klaagzang diep uit hun lieflijke borst Aeschl. Sept. 864; overdr. van de Aarde met diepe plooien. Pind.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> with [[dress]] falling in [[deep]] folds (cf. [[βαθύζωνος]]), of [[Trojan]] women, Il.<br /><b class="num">II.</b> with [[deep]], [[full]] breasts, [[deep]]-bosomed, Aesch.; of the [[earth]], Pind.: cf. [[βαθύστερνος]].
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> with [[dress]] falling in [[deep]] folds (cf. [[βαθύζωνος]]), of [[Trojan]] women, Il.<br /><b class="num">II.</b> with [[deep]], [[full]] breasts, [[deep]]-bosomed, Aesch.; of the [[earth]], Pind.: cf. [[βαθύστερνος]].
}}
}}