Anonymous

γυμνής: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ῆτος;<br /><i>adj.</i><br />nu ; armé à la légère ; <i>subst.</i> ὁ [[γυμνής]] soldat armé à la légère.<br />'''Étymologie:''' [[γυμνός]].
|btext=ῆτος;<br /><i>adj.</i><br />nu ; armé à la légère ; <i>subst.</i> ὁ [[γυμνής]] soldat armé à la légère.<br />'''Étymologie:''' [[γυμνός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''γυμνής''': ῆτος, ὁ,= [[γυμνός]], Διόδ. 3. 8· - ἰδίως ἐλαφρῶς ὡπλισμένος πεζὸς [[στρατιώτης]], [[εὔζωνος]], Τυρταῖ. 8. 35, Ἡρόδ. 9. 63, Εὐρ. Φοιν. 1147, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 28. ΙΙ. κατὰ πληθ. γυμνῆτες, οἱ, παρ᾿ Ἀργείοις δοῦλοι, [[ὥσπερ]] οἱ Εἵλωτες ἐν Σπάρτῃ, οἱ ἐν Θεσσαλίᾳ Πενέσται, κτλ., Πολυδ. Γ, 83· [[ὡσαύτως]] γυμνήσιοι, M üller Δωρ. 3. 4, § 2, πρβλ. 3. 3. § 2. 2)= [[Γυμνοσοφισταί]], Στράβων 719· [[ἐντεῦθεν]] γημνῆτις [[σοφία]], ἡ [[φιλοσοφία]] των, Πλούτ. 2. 322Β.
|elnltext=γυμνής -ῆτος, ὁ [γυμνός] lichtgewapende soldaat.
}}
{{elru
|elrutext='''γυμνής:''' ῆτος adj.<br /><b class="num">1)</b> Diod. = [[γυμνός]];<br /><b class="num">2)</b> [[легковооруженный]] ([[ὄχλος]] Eur.).<br />ῆτος ὁ гимнет, легковооруженный солдат Her. Eur., Xen.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''γυμνής:''' -ῆτος, ὁ ([[γυμνός]]), ο [[ελαφρά]] οπλισμένος [[στρατιώτης]] του πεζικού, εκτοξευτής, σφεντονιστής, σε Ηρόδ., Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''γυμνής:''' -ῆτος, ὁ ([[γυμνός]]), ο [[ελαφρά]] οπλισμένος [[στρατιώτης]] του πεζικού, εκτοξευτής, σφεντονιστής, σε Ηρόδ., Ευρ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''γυμνής:''' ῆτος adj.<br /><b class="num">1)</b> Diod. = [[γυμνός]];<br /><b class="num">2)</b> [[легковооруженный]] ([[ὄχλος]] Eur.).<br />ῆτος ὁ гимнет, легковооруженный солдат Her. Eur., Xen.
|lstext='''γυμνής''': ῆτος, ὁ,= [[γυμνός]], Διόδ. 3. 8· - ἰδίως ἐλαφρῶς ὡπλισμένος πεζὸς [[στρατιώτης]], [[εὔζωνος]], Τυρταῖ. 8. 35, Ἡρόδ. 9. 63, Εὐρ. Φοιν. 1147, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 28. ΙΙ. κατὰ πληθ. γυμνῆτες, οἱ, παρ᾿ Ἀργείοις δοῦλοι, [[ὥσπερ]] οἱ Εἵλωτες ἐν Σπάρτῃ, οἱ ἐν Θεσσαλίᾳ Πενέσται, κτλ., Πολυδ. Γ, 83· [[ὡσαύτως]] γυμνήσιοι, M üller Δωρ. 3. 4, § 2, πρβλ. 3. 3. § 2. 2)= [[Γυμνοσοφισταί]], Στράβων 719· [[ἐντεῦθεν]] γημνῆτις [[σοφία]], ἡ [[φιλοσοφία]] των, Πλούτ. 2. 322Β.
}}
{{elnl
|elnltext=γυμνής -ῆτος, [γυμνός] lichtgewapende soldaat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γυμνός]]<br />a [[light]]-[[armed]] [[foot]]-[[soldier]], [[slinger]], Hdt., Eur., Xen.
|mdlsjtxt=[[γυμνός]]<br />a [[light]]-[[armed]] [[foot]]-[[soldier]], [[slinger]], Hdt., Eur., Xen.
}}
}}