Anonymous

δέργμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ατος (τό) :<br />regard.<br />'''Étymologie:''' [[δέρκομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br />regard.<br />'''Étymologie:''' [[δέρκομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δέργμα''': τό, ([[δέρκομαι]]) [[βλέμμα]], “'ματιά”, κυανοῦν λεύσσων [[δέργμα]] δράκοντος, ἔχων τὸ [[βλέμμα]] …, βλέπων ὡς …, Αἰσχύλ. Πέρσ. 83, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 187, κτλ.· - παρ᾿ Ἡσυχ. [[ὡσαύτως]] δεργμός, οῦ, .
|elnltext=δέργμα -ατος, τό [δέρκομαι] blik.
}}
{{elru
|elrutext='''δέργμα:''' ατος τό взгляд, взор Aesch., Eur.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δέργμα:''' -ατος, τό ([[δέρκομαι]]), [[ματιά]], γρήγορο [[βλέμμα]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''δέργμα:''' -ατος, τό ([[δέρκομαι]]), [[ματιά]], γρήγορο [[βλέμμα]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δέργμα:''' ατος τό взгляд, взор Aesch., Eur.
|lstext='''δέργμα''': τό, ([[δέρκομαι]]) [[βλέμμα]], “'ματιά”, κυανοῦν λεύσσων [[δέργμα]] δράκοντος, ἔχων τὸ [[βλέμμα]] …, βλέπων ὡς …, Αἰσχύλ. Πέρσ. 83, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 187, κτλ.· - παρ᾿ Ἡσυχ. [[ὡσαύτως]] δεργμός, οῦ, ὁ.
}}
{{elnl
|elnltext=δέργμα -ατος, τό [δέρκομαι] blik.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δέρκομαι]]<br />a [[look]], [[glance]], Aesch., Eur.
|mdlsjtxt=[[δέρκομαι]]<br />a [[look]], [[glance]], Aesch., Eur.
}}
}}