3,277,119
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=όνος (ὁ) :<br />hôte invité à un repas.<br />'''Étymologie:''' [[δαιτύς]]. | |btext=όνος (ὁ) :<br />hôte invité à un repas.<br />'''Étymologie:''' [[δαιτύς]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=δαιτυμών -όνος, ὁ [δαιτύς] gast, disgenoot. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δαιτῠμών:''' όνος ὁ участник трапезы, сотрапезник, гость Hom., Her., Plat., Arst., Plut.: ὁ [[ξένων]] δ. Eur. пожиратель (своих) гостей, т. е. Полифем. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''δαιτῠμών:''' -όνος, ὁ ([[δαίς]]), αυτός που ψυχαγωγείται, προσκεκλημένος [[επισκέπτης]], συνδαιτημόνας, [[ομοτράπεζος]], στον πληθ., σε Όμηρ., Ηρόδ.· στον ενικ., σε Πλάτ.· ὁ [[ξένων]] [[δαιτυμών]], αυτός που τρέφεται από τη [[σάρκα]] των [[ξένων]], σε Ευρ. | |lsmtext='''δαιτῠμών:''' -όνος, ὁ ([[δαίς]]), αυτός που ψυχαγωγείται, προσκεκλημένος [[επισκέπτης]], συνδαιτημόνας, [[ομοτράπεζος]], στον πληθ., σε Όμηρ., Ηρόδ.· στον ενικ., σε Πλάτ.· ὁ [[ξένων]] [[δαιτυμών]], αυτός που τρέφεται από τη [[σάρκα]] των [[ξένων]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''δαιτῠμών''': -όνος, ὁ, ([[δαὶς]]) ὁ ἑστιώμενος, ὁ εἰς τράπεζαν προσκεκλημένος καὶ ξενιζόμενος, Ὅμ. μόνον κατὰ πληθ., Ὀδ. Η. 102, 148, κτλ.· [[οὕτως]] Ἡρόδ. 1. 73, κτλ.· - ἐν Ὀδ. Δ. 620 οἱ δαιτυμόνες εἰσὶν ἐρανισταί, [[ἤτοι]] σύνδειπνοι φέροντες [[ἕκαστος]] τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[μερίδιον]], ἴδε Nitzsch ἐν τόπῳ· ὁ Wolf, Προλεγ. σ. CXXXI, θεωρεῖ τοὺς στίχους 621-624 ὡς παρεμβλήτους· - καθ’ ἑνικ., Πλάτ. Πολιτ. 345C, Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 14· τοῦ ξένων δαιτυμόνος, τοῦ τρεφομένου ἐκ τῶν (σαρκῶν τῶν) ξένων, Εὐρ. Κύκλ. 610. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δαίς]]<br />one that is entertained, an invited [[guest]], in plural, Hom., Hdt.:—in sg., Plat.; ὁ [[ξένων]] [[δαιτυμών]] who makes his [[meal]] on strangers, Eur. | |mdlsjtxt=[[δαίς]]<br />one that is entertained, an invited [[guest]], in plural, Hom., Hdt.:—in sg., Plat.; ὁ [[ξένων]] [[δαιτυμών]] who makes his [[meal]] on strangers, Eur. | ||
}} | }} |