Anonymous

δανείζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<i>f.</i> δανείσω, <i>ao.</i> ἐδάνεισα, <i>pf.</i> δεδάνεικα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐδανείσθην, <i>pf.</i> δεδάνεισμαι;<br />prêter de l'argent à intérêts;<br /><i><b>Moy.</b></i> δανείζομαι (<i>f.</i> δανείσομαι, <i>ao.</i> ἐδανεισάμην) se faire prêter ; emprunter de l'argent à intérêts à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[δάνειον]].
|btext=<i>f.</i> δανείσω, <i>ao.</i> ἐδάνεισα, <i>pf.</i> δεδάνεικα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐδανείσθην, <i>pf.</i> δεδάνεισμαι;<br />prêter de l'argent à intérêts;<br /><i><b>Moy.</b></i> δανείζομαι (<i>f.</i> δανείσομαι, <i>ao.</i> ἐδανεισάμην) se faire prêter ; emprunter de l'argent à intérêts à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[δάνειον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δανείζω''': μέλλ. –είσω Δημ. 941. 27 ([[διότι]] οἱ τύποι δανειῶ, -οῦμαι ἀπαντῶσι μόνον παρὰ τοῖς Ἑβδ., ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. θεριῶ, Βαστ. Γρηγ. σ. 174)· ἀόρ. ἐδάνεισα Ξεν., κτλ.· πρκμ. δεδάνεικα Δημ. 941. 28. ― Μέσ., ἐνεστ., μέλλ., ἀόρ. παρὰ Δημ.· πρκμ. δεδάνεισμαι μετὰ μέσ. σημασ., Ξεν. Ἑλλ. 6. 5. 19, Δημ. 982. 5., 1030. 16. ― Παθ., ἀόρ. ἐδανείσθην Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 28, Δημ.· πρκμ. δεδάνεισμαι ὁ αὐτ. 945. 27., 1200. 10· ([[δάνος]]). Παρέχω χρήματα ἐπὶ τόκῳ ἢ ἐπὶ ἐπιστροφῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 82, 144, Ἀριστοφ. Θεσμ. 842 κ. ἀλλ.· πληρέστερον, δ. ἐπὶ τόκῳ Πλάτ. Νόμ. 742C· δ. ἐπὶ ὀκτὼ ὀβολοῖς τὴν μνᾶν τοῦ μηνὸς ἑκάστου Δημ. 1250. 21, πρβλ. Αἰσχίν. 15. 16· δ. ἐπὶ τούτοις τοῖς ἀνδραπόδοις, ἐπὶ τῇ ἀσφαλείᾳ, ἐπὶ ἐνεχυράσει τῶν…, Δημ. 822. 10· [[οὕτως]], εἰς τὰ ἡμέτερα αὐτ. 14· δανεῖσαι χρήματα εἰς τὸν Πόντον ὁ αὐτ. 924. 10, κἑξ.· πρβλ. [[ναυτικός]], ἑτερόπλους. 2) Μέσ., [[λαμβάνω]] χρήματα ἐπὶ ἐπιστροφῇ, Ἀριστοφ. Νεφ. 1306, κτλ.· ἀπό τινος Πλάτ. Τίμ. 42Ε· ἐπὶ μεγάλοις τόκοις Δημ. 13. 19. ― Ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀντιτίθενται, ἀποδώσουσιν οἱ δανεισάμενοι τοῖς δανείσασι τὸ γιγνόμενον [[ἀργύριον]] παρὰ Δημ. 926. 24, πρβλ. Λυσ. 148. 12, κἑξ. 3) Παθ., ἐπὶ τῶν χρημάτων, δίδομαι ἐπὶ τόκῳ, ὡς [[δάνειον]], Ἀριστοφ. Νεφ. 756, Ξεν., Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|elnltext=δανείζω, later ook δανίζω [δάνος] act. uitlenen:; δανείζειν ἐπὶ τόκῳ uitlenen tegen rente Plat. Lg. 742c; pass.. κατὰ μῆνα τἀργύριον δανείζεται het geld wordt per maand uitgeleend Aristoph. Nub. 756. med. lenen:; οἱ δανειζόμενοι... ἐπὶ τοῖς τόκοις μεγάλοις degenen die tegen hoge rente een lening hebben Dem. 1.15; overdr.. ἀποδώσετε μοι ἃ ἐδανείσασθε ἐν τῷ λόγῳ; gaan jullie mij teruggeven wat jullie in het gesprek hebben geleend? Plat. Resp. 612c.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰνείζω:'''<br /><b class="num">1)</b> (тж. δ. ἐπὶ τόκῳ Plat., Arst.) отдавать деньги в рост, ссужать под проценты Arph., Dem.: δ. ἐπὶ ὀκτὼ ὀβολοῖς τὴν μνᾶν τοῦ μηνὸς ἑκάστου Dem. ссужать деньги из расчета 8 оболов за 1 мину в месяц, т. е. из 33% месячных; ξυνέπραξεν ἑκατὸν τάλαντα αὐτοῖς δανεισθῆναι Xen. он добился того, что им дана была ссуда в 100 талантов; δ. ἐπὶ τοῖς σώμασι Plut. давать взаймы под залог личной свободы (т. е. с правом продать в рабство должника в случае неуплаты); τὰ [[παιδία]] δ. ἀλλήλοις εἰς εὐωχίαν Arst. (о людоедских племенах Понта) поедать друг у друга детей;<br /><b class="num">2)</b> med. [[брать взаймы]] ([[παρά]] τινος Xen., Arst.; [[ἀπό]] τινος Plat.; ἐπὶ μεγάλοις τόκοις Dem.);<br /><b class="num">3)</b> med. [[заимствовать]] (ἐν τῷ λόγῳ Plat.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''δᾰνείζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδάνεισα</i>, παρακ. <i>δεδάνεικα</i> — Μέσ., παρακ. <i>δεδάνεισμαι</i> με Μέσ. [[σημασία]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐδανείσθην</i>, παρακ. <i>δεδάνεισμαι</i> ([[δάνος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[χρησιμοποιώ]] χρήματα, τα [[εκθέτω]] προς [[χρήση]], τα [[δανείζω]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> — Μέσ., έχω δανείσει σε κάποιον, μοιράζομαι με, σε Αριστοφ.· <i>ἐπὶ μεγάλοις τόκοις</i>, με υψηλό τόκο, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ., λέγεται για τα χρήματα, δίνομαι με τόκο, ως [[δάνειο]], σε Αριστοφ., Ξεν.
|lsmtext='''δᾰνείζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδάνεισα</i>, παρακ. <i>δεδάνεικα</i> — Μέσ., παρακ. <i>δεδάνεισμαι</i> με Μέσ. [[σημασία]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐδανείσθην</i>, παρακ. <i>δεδάνεισμαι</i> ([[δάνος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[χρησιμοποιώ]] χρήματα, τα [[εκθέτω]] προς [[χρήση]], τα [[δανείζω]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> — Μέσ., έχω δανείσει σε κάποιον, μοιράζομαι με, σε Αριστοφ.· <i>ἐπὶ μεγάλοις τόκοις</i>, με υψηλό τόκο, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ., λέγεται για τα χρήματα, δίνομαι με τόκο, ως [[δάνειο]], σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δᾰνείζω:'''<br /><b class="num">1)</b> (тж. δ. ἐπὶ τόκῳ Plat., Arst.) отдавать деньги в рост, ссужать под проценты Arph., Dem.: δ. ἐπὶ ὀκτὼ ὀβολοῖς τὴν μνᾶν τοῦ μηνὸς ἑκάστου Dem. ссужать деньги из расчета 8 оболов за 1 мину в месяц, т. е. из 33% месячных; ξυνέπραξεν ἑκατὸν τάλαντα αὐτοῖς δανεισθῆναι Xen. он добился того, что им дана была ссуда в 100 талантов; δ. ἐπὶ τοῖς σώμασι Plut. давать взаймы под залог личной свободы (т. е. с правом продать в рабство должника в случае неуплаты); τὰ [[παιδία]] δ. ἀλλήλοις εἰς εὐωχίαν Arst. (о людоедских племенах Понта) поедать друг у друга детей;<br /><b class="num">2)</b> med. [[брать взаймы]] ([[παρά]] τινος Xen., Arst.; [[ἀπό]] τινος Plat.; ἐπὶ μεγάλοις τόκοις Dem.);<br /><b class="num">3)</b> med. [[заимствовать]] (ἐν τῷ λόγῳ Plat.).
|lstext='''δανείζω''': μέλλ. –είσω Δημ. 941. 27 ([[διότι]] οἱ τύποι δανειῶ, -οῦμαι ἀπαντῶσι μόνον παρὰ τοῖς Ἑβδ., ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. θεριῶ, Βαστ. Γρηγ. σ. 174)· ἀόρ. ἐδάνεισα Ξεν., κτλ.· πρκμ. δεδάνεικα Δημ. 941. 28. ― Μέσ., ἐνεστ., μέλλ., ἀόρ. παρὰ Δημ.· πρκμ. δεδάνεισμαι μετὰ μέσ. σημασ., Ξεν. Ἑλλ. 6. 5. 19, Δημ. 982. 5., 1030. 16. ― Παθ., ἀόρ. ἐδανείσθην Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 28, Δημ.· πρκμ. δεδάνεισμαι ὁ αὐτ. 945. 27., 1200. 10· ([[δάνος]]). Παρέχω χρήματα ἐπὶ τόκῳ ἢ ἐπὶ ἐπιστροφῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 82, 144, Ἀριστοφ. Θεσμ. 842 κ. ἀλλ.· πληρέστερον, δ. ἐπὶ τόκῳ Πλάτ. Νόμ. 742C· δ. ἐπὶ ὀκτὼ ὀβολοῖς τὴν μνᾶν τοῦ μηνὸς ἑκάστου Δημ. 1250. 21, πρβλ. Αἰσχίν. 15. 16· δ. ἐπὶ τούτοις τοῖς ἀνδραπόδοις, ἐπὶ τῇ ἀσφαλείᾳ, ἐπὶ ἐνεχυράσει τῶν…, Δημ. 822. 10· [[οὕτως]], εἰς τὰ ἡμέτερα αὐτ. 14· δανεῖσαι χρήματα εἰς τὸν Πόντον ὁ αὐτ. 924. 10, κἑξ.· πρβλ. [[ναυτικός]], ἑτερόπλους. 2) Μέσ., [[λαμβάνω]] χρήματα ἐπὶ ἐπιστροφῇ, Ἀριστοφ. Νεφ. 1306, κτλ.· ἀπό τινος Πλάτ. Τίμ. 42Ε· ἐπὶ μεγάλοις τόκοις Δημ. 13. 19. ― Ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀντιτίθενται, ἀποδώσουσιν οἱ δανεισάμενοι τοῖς δανείσασι τὸ γιγνόμενον [[ἀργύριον]] παρὰ Δημ. 926. 24, πρβλ. Λυσ. 148. 12, κἑξ. 3) Παθ., ἐπὶ τῶν χρημάτων, δίδομαι ἐπὶ τόκῳ, ὡς [[δάνειον]], Ἀριστοφ. Νεφ. 756, Ξεν., Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{elnl
|elnltext=δανείζω, later ook δανίζω [δάνος] act. uitlenen:; δανείζειν ἐπὶ τόκῳ uitlenen tegen rente Plat. Lg. 742c; pass.. κατὰ μῆνα τἀργύριον δανείζεται het geld wordt per maand uitgeleend Aristoph. Nub. 756. med. lenen:; οἱ δανειζόμενοι... ἐπὶ τοῖς τόκοις μεγάλοις degenen die tegen hoge rente een lening hebben Dem. 1.15; overdr.. ἀποδώσετε μοι ἃ ἐδανείσασθε ἐν τῷ λόγῳ; gaan jullie mij teruggeven wat jullie in het gesprek hebben geleend? Plat. Resp. 612c.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj