Anonymous

δαίδαλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> travaillé avec art;<br /><b>2</b> travaillé en relief ; orné de broderies, brodé.<br />'''Étymologie:''' R. Δαλ, creuser, ciseler, avec redoubl. ; cf. <i>lat.</i> dolare.
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> travaillé avec art;<br /><b>2</b> travaillé en relief ; orné de broderies, brodé.<br />'''Étymologie:''' R. Δαλ, creuser, ciseler, avec redoubl. ; cf. <i>lat.</i> dolare.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δαίδᾰλος''': ον ([[δαιδάλλω]])· -ὡς τό [[δαιδάλεος]], εὐφυῶς ἢ τεχνηέντως εἰργασμένος, [[μάχαιρα]] Πίνδ. Ν. 4. 95 (ἐξ εἰκασίας τοῦ Böckh.)· [[πέπλος]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 635· [[ἀλλά]] παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατ’ οὐδέτ. ὡς οὐσιαστ., ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν…, νά κατασκευάζῃ παντός εἴδους ἔντεχνα ἔργα, Ἰλ. Ε. 60, πρβλ. Ξ. 179, Σ. 482, πρβλ. Πίνδ. Π. 5. 48· [[ὡσαύτως]] καθ’ ἑνικ., Ὀδ. Τ. 227· ἴδε περὶ τὸ [[τέλος]]. ΙΙ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]], Δαίδαλος, ὁ, ὁ εὐφυὴς [[τεχνίτης]], ἐκ Κνωσοῦ τῆς Κρήτης [[σύγχρονος]] Μίνωος, ὁ πρῶτος [[γλύπτης]] [[ὅστις]] ἔδωκεν εἰς τὰ ἀγάλματα κίνησιν καὶ διέστησε τοὺς πόδας των, ἴδε Στάλβ. Πλάτ. Μένωνι 97D· Εὔχειρ (ὁ δεξιάν, ἐπιτηδείαν ἔχων χεῖρα) ἦτο ὁ [[μυθικός]] [[αὐτοῦ]] [[συγγενής]], Ἀριστοτ. Ἀποσπ. 344· -ὁ [[Ὅμηρος]] τὸν ἀναφέρει, Ἰλ. Σ. 592, ὡς τὸν ποιητὴν χοροῦ (ὅ ἴδε) διὰ τὴν Ἀριάδνην· -ἐξ [[αὐτοῦ]] τὰ ἀγάλματα ἐκλήθησαν δαίδαλα, Παυσ. 9. 3, 2.
|elnltext=δαίδαλος -ον kunstig bewerkt, versierd; subst. τὸ δαίδαλον kunstwerk.
}}
{{elru
|elrutext='''δαίδᾰλος:''' Hom., Hes., Pind., Aesch. = [[δαιδάλεος]] 1.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δαίδᾰλος:''' -ον (αναδιπλ. από √<i>ΔΑΛ</i>),<br /><b class="num">I.</b> [[τεχνικά]] επεξεργασμένος ή περίτεχνα κατεργασμένος, [[περίτεχνος]], επεξεργασμένος με [[ακρίβεια]], [[λεπτοδουλεμένος]], σε Αισχύλ.· στον Όμηρ. μόνο στο ουδ. ως ουσ., <i>δαίδαλα πάντα</i>, περίτεχνα παντός είδους έργα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στον ενικ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> ως κύριο όνομα, [[Δαίδαλος]], <i>ὁ</i>, ο [[Δαίδαλος]], δηλ. ο [[επιδέξιος]] [[τεχνίτης]], ο [[καλλιτέχνης]], από την Κνωσό της Κρήτης, [[σύγχρονος]] του Μίνωα, ο [[οποίος]] αναφέρεται στην Ομήρ. Ιλ. ως ο [[δημιουργός]] του <i>χοροῦ</i> για την Αριάδνη.
|lsmtext='''δαίδᾰλος:''' -ον (αναδιπλ. από √<i>ΔΑΛ</i>),<br /><b class="num">I.</b> [[τεχνικά]] επεξεργασμένος ή περίτεχνα κατεργασμένος, [[περίτεχνος]], επεξεργασμένος με [[ακρίβεια]], [[λεπτοδουλεμένος]], σε Αισχύλ.· στον Όμηρ. μόνο στο ουδ. ως ουσ., <i>δαίδαλα πάντα</i>, περίτεχνα παντός είδους έργα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στον ενικ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> ως κύριο όνομα, [[Δαίδαλος]], <i>ὁ</i>, ο [[Δαίδαλος]], δηλ. ο [[επιδέξιος]] [[τεχνίτης]], ο [[καλλιτέχνης]], από την Κνωσό της Κρήτης, [[σύγχρονος]] του Μίνωα, ο [[οποίος]] αναφέρεται στην Ομήρ. Ιλ. ως ο [[δημιουργός]] του <i>χοροῦ</i> για την Αριάδνη.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δαίδᾰλος:''' Hom., Hes., Pind., Aesch. = [[δαιδάλεος]] 1.
|lstext='''δαίδᾰλος''': ον ([[δαιδάλλω]])· -ὡς τό [[δαιδάλεος]], εὐφυῶς ἢ τεχνηέντως εἰργασμένος, [[μάχαιρα]] Πίνδ. Ν. 4. 95 (ἐξ εἰκασίας τοῦ Böckh.)· [[πέπλος]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 635· [[ἀλλά]] παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατ’ οὐδέτ. ὡς οὐσιαστ., ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν…, νά κατασκευάζῃ παντός εἴδους ἔντεχνα ἔργα, Ἰλ. Ε. 60, πρβλ. Ξ. 179, Σ. 482, πρβλ. Πίνδ. Π. 5. 48· [[ὡσαύτως]] καθ’ ἑνικ., Ὀδ. Τ. 227· ἴδε περὶ τὸ [[τέλος]]. ΙΙ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]], Δαίδαλος, ὁ, ὁ εὐφυὴς [[τεχνίτης]], ἐκ Κνωσοῦ τῆς Κρήτης [[σύγχρονος]] Μίνωος, ὁ πρῶτος [[γλύπτης]] [[ὅστις]] ἔδωκεν εἰς τὰ ἀγάλματα κίνησιν καὶ διέστησε τοὺς πόδας των, ἴδε Στάλβ. Πλάτ. Μένωνι 97D· Εὔχειρ (ὁ δεξιάν, ἐπιτηδείαν ἔχων χεῖρα) ἦτο ὁ [[μυθικός]] [[αὐτοῦ]] [[συγγενής]], Ἀριστοτ. Ἀποσπ. 344· -ὁ [[Ὅμηρος]] τὸν ἀναφέρει, Ἰλ. Σ. 592, ὡς τὸν ποιητὴν χοροῦ (ὅ ἴδε) διὰ τὴν Ἀριάδνην· -ἐξ [[αὐτοῦ]] τὰ ἀγάλματα ἐκλήθησαν δαίδαλα, Παυσ. 9. 3, 2.
}}
{{elnl
|elnltext=δαίδαλος -ον kunstig bewerkt, versierd; subst. τὸ δαίδαλον kunstwerk.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj